Μία άκρως αποκαλυπτική συνέντευξη παραχώρησε η Μαρίνα Τσομλεκτσόγλου στο περιοδικό People και τον Άρη Βασιλειάδη παραχώρησε η Μαρίνα Τσομλεκτσόγλου, βασισμένη στο βιβλίο που έγραψε με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Η ζωή μου με τη Χριστίνα Ωνάση".
Η κυρία Τσομλεκτσόγλου, η οποία ήταν και ο άνθρωπος που βρήκε την Χριστίνα Ωνάση νεκρή, προχώρησε σε μεγάλες αποκαλύψεις που συγκλονίζουν.
Αρχικά, η Μαρίνα Τσομλεκτσόγλου, με τον αδελφό της οποίας η Χριστίνα είχε σχέση πριν πεθάνει, μίλησε για τις... αταξίες που έκαναν δυο τους στα νιάτα τους.
"Ένα βράδυ στο Παρίσι κατεβήκαμε στο δρόμο παριστάνοντας τις πόρνες. Μάλιστα, σταμάτησε ο οδηγός ενός αυτοκινήτου και μας πρόσφερε 500 φράγκα για να πάμε μαζί του. Μετά από λίγο μας έπιασε η αστυνομία. Ζήτησαν τα χαρτιά μας. Δεν τα είχαμε. Η Χριστίνα είπε στον αστυνομικό πως είναι η κόρη του Ωνάση. 'Κι εγώ είμαι ο γιος του Ντε Γκολ' της απάντησε εκείνος. Η σπιτονοικοκυρά της Χριστίνας επιβεβαίωσε την ταυτότητά τους και η αστυνομια τις άφησε να φύγουν"
Όσο για την αντίδραση του Ωνάση; Ε... καλή δεν τη λες. "Βρόμες... δε σκέφτεστε τίποτα", ούρλιαζε όταν το έμαθε.
"... έτσι και αλλιώς ναρκωτικά δεν πήρε ποτέ. Μόνο κάποια φάρμακα αδυνατίσματος παλιότερα. Της άρεσε όμως, πολύ η Coca Cola. Έπινε 24 μπουκάλια κάθε μέρα αρχίζοντας από το πρωί. Ήταν σαν να συνέδεε μια αντλία καφεΐνης με τον οργανισμό της", λέει κάποια στιγμή η κυρία Τσολμεκτσόγλου αποκαλύπτοντας τον άγνωστο εθισμό της Χριστίνας της -όπως την αποκαλεί.
Και βέβαια, είχαμε τις αποκαλύψεις για τον θάνατο του πολυαγαπημένου της αδελφού, Αλέξανδρου.
Το 1973 η Μαρίνα βρισκόταν στην Ελλάδα. Στην Αργεντινή γίνονταν πολλές απαγωγές και ήθελε να προφυλαχτεί. «Έμενα στο “Μεγάλη Βρετανία” και κάθε φορά που απομακρυνόμουν από το ξενοδοχείο έλεγα στην τηλεφωνήτρια σε ποιο νούμερο θα μπορούσε να με βρει. Πράγματι, το πρωινό της 22ας Ιανουαρίου μου τηλεφώνησε η Χριστίνα.
Ήταν στη Βραζιλία και μου λέει “Μαρίνα, ο αδερφός μου είχε πολύ άσχημο ατύχημα και είναι πολύ σοβαρά τραυματισμένος. Έρχομαι αμέσως, να με περιμένεις στο αεροδρόμιο”.
Το βράδυ εκείνο κοίταζα από το παράθυρο του ξενοδοχείου την πλατεία και τους γύρω δρόμους που ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που κρατούσαν κεριά και προσεύχονταν για τον Αλέξανδρο. Τον λάτρευαν.
Το πρωί της επόμενης μέρας είχε φτάσει και ο Αριστοτέλης Ωνάσης με αμερικανούς γιατρούς που έφερε για να σώσουν το παιδί του. Όταν κατέλαβε πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι τους είπε να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα που τον κρατούσαν στη ζωή. Αλλά ο Αλέξανδρος ζούσε ακόμα.
Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο από τη Βραζιλία η Χριστίνα ήταν η πρώτη που κατέβηκε. Αγκαλιαστήκαμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο και τρέξαμε στο ΚΑΤ. Ξέραμε ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε πεθάνει ακόμα. Τον είδαμε στο κρεβάτι. Δεν είχε τίποτα στο σώμα. Μόνο ένα τραύμα στο κεφάλι. Μετά από είκοσι λεπτά πέθανε. Περίμενε την αδερφή του για να την αποχαιρετήσει. Τότε η Χριστίνα κατέρρευσε.
Πήγαμε στο σπίτι τους στη Γλυφάδα και όλο έλεγε “θα αυτοκτονήσω”. Κάποια στιγμή κατέβηκα κάτω και είδα τον Ωνάση. Περπατήσαμε λίγο και του είπα “θα τον ξαναδείτε” (σ.σ. εννοώντας σε μια άλλη ζωή). “Αυτά εγώ δεν τα πιστεύω”, μου απάντησε. Mετά την κηδεία, πήγα στο Σκορπιό. Όταν έφυγαν όλοι μείναμε ο Αρίστος, η Χριστίνα και εγώ. Κάποια στιγμή έβλεπα από μακριά φώτα. Τη ρωτούσα “Τι είναι εκείνα τα φώτα;”, “Άσε με”, μου απαντούσε. Την τρίτη μέρα πήγα να δω από κοντά τι φώτιζε στο νησί κι ήρθε κι εκείνη. Ήταν τα φώτα του αυτοκινήτου του Ωνάση, αναμμένα για να φωτίζουν τον τάφο του Αλέξανδρου.
Ο Αριστοτέλης ήταν εκεί κι έκλαιγε. Δεν άντεξε το θάνατό του γιου του. Μάλιστα είχε δώσει εντολή να τον ταριχεύσουν. Η συντριβή του ήταν μεγάλη. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου έσβησε το άστρο του. Έπεφτε το κάστρο του, μετά από δύο χρόνια ‘έφυγε’ κι εκείνος» μου εξιστορεί.