Οφείλω να ξεκινήσω αυτήν την κριτική με μια ομολογία: το «Funny Games» ανήκει σε αυτή την σπάνια κατηγορία ταινιών που δεν θα ήθελες να ξαναδείς ποτέ στη ζωή σου. Οσο κι αν ως επαγγελματίας οφείλεις να παραδεχτείς τις αρετές της, ως απλός θεατής θα προτιμούσες να μην είχες βρεθεί εξαρχής στην δύσκολη θέση να γίνεις μάρτυρας μιας από τις πιο επώδυνες στιγμές του σύγχρονου σινεμά. Ακαριαία και ψυχολογικά εξοντωτική, η θέαση της ταινίας που θα έκανε τον Χάνεκε να ανέβει κατακόρυφα στη λίστα των πλέον αυθεντικών δημιουργών των τελευταίων δύο δεκαετιών, επιτέθηκε χωρίς προειδοποίηση στον ανυποψίαστο θεατή κάνοντας τον -άθελα του- συμμέτοχο σε ένα πρωτοφανούς αγριότητας παιχνίδι.
Η επιτυχία του; Μέσα από μία τελετουργικά χτισμένη διαδοχή αποτρόπαιων πράξεων -έστω κι αν αυτές συμβαίνουν την περισσότερη ώρα εκτός κάδρου- κατέδειξε το ανώφελο της βίας στη σύγχρονη Δύση, χτυπώντας ταυτόχρονα κάτω από τη μέση την μπουρζουαζία ως μία μεταμοντέρνα μετενσάρκωση του πνεύματος του Λουίς Μπουνιουέλ. Μία δεκαετία μετά, ο Χάνεκε θα συνέχιζε την σπουδή του πάνω στη βία -ιδιωτική, κοινωνική, οντολογική- εμπλουτίζοντας την κυνικότητα του με ισχυρά ψήγματα έστω και λανθάνοντος ανθρωπισμού. Αλλά το «Funny Games» θα παρέμενε η αρχή όλων. Αυτή η από το πουθενά ταινία με τις δίχως απαντήσεις ερωτήσεις και την πιο ζοφερή, γυμνή από κάθε λύτρωση, ατμόσφαιρα αστικής βίας που σκέφτηκε ποτέ κανείς να καταγράψει σε φιλμ.
Ακριβής κόπια της πρωτότυπης ταινίας (με απειροελάχιστες διαφορές), το πολυδιαφημισμένο αμερικανικό ριμέικ του «Funny Games», ζωντανεύει ξανά τον εφιάλτη. Καρέ καρέ, το πρωτότυπο φιλμ μετακομίζει στο Χάμπτον, μιλάει πια αγγλικά, μετατοπίζει το κέντρο βάρους του στη μητέρα Ναόμι Γουότς (δεν μπορώ να φανταστώ καμιά άλλη ηθοποιό με τόσο θάρρος αυτή τη στιγμή στο Χόλιγουντ) και επιτίθεται -αυτή τη φορά- με έξτρα νόημα στην all american family. Για ποιο λόγο, θα ρωτήσετε; Για να συναντήσει το αμερικάνικο κοινό που δεν είδε ποτέ το υποτιτλισμένο «Funny Games» του 1996, είναι η μοναδική απάντηση. Γιατί -δυστυχώς- δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος που να δικαιολογεί την «αντιγραφή». Για όσους έχουν δει την πρώτη ταινία, τα αγγλικά μοιάζουν ανεπαρκή να μετουσιώσουν το absurdum λογύδριο των παρανοϊκών θυτών με τα άσπρα γάντια, ο Μάικλ Πιτ είναι εξαιρετικός στο ρόλο ενός ψυχοπαθή εφήβου αλλά ανεπαρκής να «πιάσει» την κλινική διαστροφή που χαρακτήριζε τον Αρνο Φρις και σίγουρα σαν θέση στη φιλμογραφία του Χάνεκε, το «Funny Games» ταιριάζει περισσότερο ως πρόδρομος παρά ως συνέχεια της «Δασκάλας Του Πιάνου», του «Αγνωστου Κώδικα» και του «Κρυμμένου».
Για όσους, βέβαια, δεν έχουν δει ποτέ το πρωτότυπο φιλμ, η εμπειρία παραμένει τόσο επώδυνη και σοκαριστική όσο και εκείνη της πρώτης ταινίας. Σαν επαγγελματίας οφείλω να το παραδεχτώ, αλλά σαν θεατής οφείλω εξίσου να προσπεράσω. Αν υπήρχε ο παραμικρός λόγος να υποστώ τα «Παράξενα Παιχνίδια» του Χάνεκε, θα προτιμούσα χωρίς ενδοιασμούς τα «αυθεντικά».
Μανώλης Κρανάκης