Η πραγματική συγκίνηση στην ταινία του Φατίχ Ακίν βρίσκεται στη συγχώρεση. Στο πώς, εφόσον τα έχουμε γκρεμίσει πλέον όλα, οφείλουμε να επιστρέψουμε στο τίποτα, να κάτσουμε δίπλα δίπλα και να κοιτάξουμε τη θάλασσα. Τον ορίζοντα του μέλλοντός μας. Μπορεί να ακούγεται κλισέ για νεότερες γενιές που μεγάλωσαν θεωρώντας δεδομένο το ότι τα τελευταία 20 χρόνια η Ευρώπη αιμορραγεί από τα μεταναστευτικά κύματα, αλλά για τον 35άρη Φατίχ Ακίν η διπλή του γερμανοτουρκική ταυτότητα και ό,τι αυτό συνεπάγεται στη διχασμένη του κοινωνική συνείδηση είναι μία ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης - όχι τόσο για ένα σινεμά πολιτικό, όσο για ένα σινεμά κατανόησης.
Εξι χαρακτήρες (τέσσερις τουρκικής καταγωγής και δύο γερμανικής) εμπλέκονται σε μία ιστορία συμπτώσεων (με τη μη-συμπτωματική σπονδυλική στήλη όμως που ενώνει «αίτια» και «συνέπειες» στις ταινίες του Χάνεκε, του Κισλόφσκι, του Κουαρόν) που καταλήγει στον θάνατο, τον σπαραγμό, στην οργή, στην απόλυτη απώλεια και, γι αυτό, στην εξιλέωση. Παρακολουθώντας τις ιστορίες τους δεν συναντάμε μόνο πολιτικά διλήμματα, αλλά τη βαθιά υπαρξιακή, πανανθρώπινη ανάγκη να συγχωρέσουμε επιτέλους τα λάθη των πατέρων μας, να κοιτάξουμε μπροστά.
Η ιστορία του αφέντη-πατέρα, του καθηγητή γιου, της πόρνης που σπιτώθηκε, της αναρχικής τουρκάλας κόρης, της μεσοαστής άβουλης Γερμανίδας μάνας (σπαραχτική η ερμηνεία της Χάνα Σιγκούλα) και της φύλακα-αγγέλου φοιτήτριας που θυσιάστηκε γιατί έψαχνε απελπισμένα να βρει ένα πρακτικό σκοπό στη ζωή της, δεν εκτυλίσσεται γραμμικά. Η αφήγηση του Ακίν κάνει κύκλους, πισωγυρίσματα στον τόπο και τον χρόνο, μπερδεύοντας το μυαλό που θεωρεί ότι έχει τις αντιλήψεις και τις ιδεολογίες του ξεκάθαρες. Ξεκάθαρα όμως έχει μόνο τα στερεότυπά του. Χώρες και πολιτισμοί συγκρούονται, γενιές αλληλοκατηγορούνται για το παγκόσμιο αδιέξοδο, κάποιοι πληρώνουν με τη ζωή τους. Υπάρχουν όμως ζευγάρια μάτια που κοιτούν την άλλη πλευρά του νομίσματος. Την άλλη πλευρά του ουρανού. Ανάμεσά τους, ευτυχώς, κι αυτά του Φατίχ Ακίν.
Πόλυ Λυκούργου