Αρχισε την πορεία της τον Σεπτέμβριο στην Βενετία κι οι Ευρωπαίοι φεστιβαλιστές την αντιμετώπισαν σαν «μια συμπαθητική, καλοφτιαγμένη κι ανώριμη πολιτικά» ταινία. Μια ταινία πολεμική και ελάχιστα, έως καθόλου (για να μην πω από σπόντα) αντιπολεμική. Μετά την παρέλαβαν οι Αμερικανοί κριτικοί και τα γκιγκς του διαδικτύου κι άρχισαν οι υπερβολές. «Η καλύτερη», «η σπουδαιότερη», «η πιο σημαντική», «η πρώτη μεγάλη ταινία για τον πόλεμο». Να το πω απλά; Μπούρδες! Και το αποτέλεσμα αυτής της μπουρδολογίας είναι οι πολυοργασμικές κριτικές και τα 6 Όσκαρ.
Μην ξεχνάμε βέβαια ότι οι ίδιοι οι ακαδημαϊκοί της οσκροβλακείας έδωσαν στην συγκλονιστική «Λευκή Κορδέλα» του Χάνεκε, μόνο δυο υποψηφιότητες. Και τελικά ούτε καν καλύτερη ξενόγλωσση ταινία της χρονιάς δεν την ανέδειξαν, προτιμώντας μια αδιάφορη (αλλά σαφώς πιο εύπεπτη) αργεντινή σούπα.
Όποιος λοιπόν ταυτίζεται με τα γούστα της Ακαδημίας ας θριαμβολογήσει για «την πρώτη γυναίκα που κερδίζει Όσκαρ» όπως θριαμβολογούσαν κάτι αδαείς για την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Γυναίκα δεν ήταν κι αυτή;
Κι ανοίγω εδώ μια σύντομη παρένθεση προς τιμήν μιας άλλης γυναίκας, της Ντέμπρα Γκράνικ. Στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2004 είχαμε παρουσιάσει την πρώτη ταινία της, το εξαίσιο «Down to the Bone». Φέτος, το βρώμικο και σπαρακτικό αριστούργημά της, «Winter’s Bone», κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο και το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Σάντανς. Πιστέψτε με: είναι η πιο ουσιαστική, η πιο άμεση, η πιο πολιτική, η πιο συγκινητική, η πιο πλήρης ταινία για την «άλλη Αμερική» που έχω δει από την εποχή του «Ταξιτζή». Ένα 17χρονο κορίτσι ενηλικιώνεται προσπαθώντας να βρει που είναι ο φυγόδικος πατέρας της και να σώσει την πάμπτωχη οικογένειά της από την απόλυτη εξαθλίωση.
Την ξέρουν στα Όσκαρ την ταινία; Δεν την ξέρουν. Ψάξτε να την δείτε και μετά ελάτε να μου πείτε για τους καθωσπρέπει ακκισμούς της Μπίγκελοου.Και για να γίνω σαφής υπογραμμίζω ότι δεν θεωρώ το «Hurt Locker» κακή ταινία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντέχω την υπερβολή γύρω από αυτήν.
Το βασικό πρόβλημά της είναι αυτό που όλοι έχουν προβάλει ως προτέρημα. Δηλαδή η αποπολιτικοποίηση. Το ότι επιμένει να βλέπει τον πόλεμο του Ιράκ (το δεύτερο, μετά την οικονομική κρίση, κολοσσιαίο πολιτικό γεγονός της δεκαετίας μας) ως ατομική ψύχωση και όχι ως πολιτική επιλογή. Το τσιτάτο που πέφτει στους τίτλους της αρχής- ότι δηλαδή «ο πόλεμος είναι ναρκωτικό»- δεν απλουστεύει τα πράγματα. Ναι ξέρω, όλοι γράφουν και λένε ότι ο κεντρικός της ήρωας συμβολίζει τάχα μου τις ΗΠΑ που έχουν γίνει «ναρκομανείς των πολέμων». Ίσως έχει δίκιο, αλλά γιατί επιμένει να βλέπει τα πάντα μέσα από τα αθώα μάτια των αγαθών Αμερικανών στρατιωτών που αντιμετωπίζουν ανώνυμους και αόρατους κακούς Ιρακινούς βομβιστές; Γιατί όλα στην ταινία της είναι τόσο αμερικανοποιημένα;Και, τέλος πάντων, γιατί δεν τολμάει να πάρει μια ξεκάθαρη θέση για τον πόλεμο όπως είχαν κάνει οι, επίσης Αμερικανοί, Κιούμπρικ («Σταυροί Στο Μέτωπο», «Μέταλ Τζάκετ»), Ντάλτον Τράμπο («Ο Τζόνι Πήρε το Όπλο Του»), Κόπολα («Αποκάλυψη Τώρα!») και Ιστγουντ («Γράμματα Από το Ιβοτζίμο»); Να το πω απλά και χυδαία; Διότι καμία από τις παραπάνω ταινίες δεν κέρδισε 6 Όσκαρ.
Ορέστης Ανδρεαδάκης