Με κάποιον περίεργο τρόπο η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Μάκη Παπαδημητράτου, μετά το ενθουσιώδες "Τσίου", μοιάζει με τα δύο κλεφτρόνια - πρωταγωνιστές της. Οσο αυτοί αρκούνται σε μικρές ανώδυνες "μπάζες", παραμένει διασκεδαστική, με ρυθμό αυθεντικής κωμωδίας και δύο χαρισματικές ερμηνείες από τον ίδιο τον Παπαδημητράτο και τον συνεργό του, Βαγγέλη Αλεξανδρή. Όταν όμως αποφασίζουν να "πέσουν" στα βαθιά, επιχειρώντας την "μπάζα", το όλο εγχείρημα προδίδεται από την έκδηλη αμηχανία τους στον χειρισμό "δύσκολων καταστάσεων" με μία επιπρόσθετη και αδικαιολόγητη δόση υστερίας.
Πατώντας πάνω σε μία εξαιρετική σεναριακή ιδέα που θέλει τους πλούσιους αντιμέτωπους με τους φτωχούς σε ένα παιχνίδι έκδηλης ταξικής αντιπαράθεσης, ο Παπαδημητράτος μοιάζει να ξέρει ακριβώς που το πάει. Με μία ανατροπή νωρίς στην ταινία, μεταθέτει τη δράση από τους κλέφτες στο πλούσιο ζευγάρι που διασκεδάζει τον ελεύθερο χρόνο του με αρκετή ποσότητα κόκας (και μία αλλοδαπή ως σεξουαλικό αντικείμενο) αλλάζοντας με σαρδόνιο τρόπο τους ρόλους του θύτη και του θύματος. Το πρόβλημα είναι ο τρόπος που επιλέγει να ολοκληρώσει την κοινωνική κριτική του.
Ηθελημένα υπερβολικός, εξαναγκάζει τους ήρωες του (δύο κατά τα άλλα ιδανικούς ηθοποιούς, όπως τη Μυρτώ Αλικάκη και τον Πέτρο Λαγούτη) σε μία έξαρση ανεβασμένων ερμηνευτικών και όχι μόνο ντεσιμπέλ με αποτέλεσμα να παραμένει σταθερά σχηματικός και τελικά ατελέσφορος. Όχι μόνο γιατί δεν μοιάζει να τους συμπαθεί και ο ίδιος αντιμετωπίζοντας τους απλά ως τους "κακούς" της υπόθεσης αλλά κυρίως γιατί η διαρκής διάθεση υπονόμευσης μίας κατά τα άλλα υπερβολικά σοβαρής κατάστασης θα απαιτούσε μία πιο καλά υπολογισμένη μοιρασιά ανάμεσα στο χιούμορ και τον κυνισμό. Ισως έτσι η διαδρομή προς την τελική σκηνή να "έκλεβε" από τον θεατή πολλά περισσότερα από την "υπομονή" του.
Μανώλης Κρανάκης