«Γελάω καμιά φορά» μονολογεί πικραμένος ο παλαίμαχος σερίφης που σε όλη τη διάρκεια του φιλμ χρησιμεύει ως ψύχραιμο αντιστάθμισμα και ηθική πυξίδα στα όσα αποτρόπαια συμβαίνουν επί οθόνης. «Είναι το μόνο πράγμα που μπορείς πια να κάνεις».
Η φωνή του είναι η ίδια φωνή που ξεκινά και κλείνει την ταινία. Ο σερίφης ονομάζεται Εντ Τομ Μπελ. Εδώ και καιρό δηλώνει ανήμπορος να καταλάβει γιατί ο κόσμος που απλώνεται εκεί έξω έχει μετατραπεί σε ένα τόσο βίαιο και νοσηρό μέρος. Νεαρότερος πρόλαβε να δει το παιχνίδι ανάμεσα στις δυο πλευρές του νόμου να παίζεται με έντιμους όρους. Το κακό τότε ήταν ξεκάθαρο και ευκόλως αναγνωρίσιμο. Τώρα πια όλα έχουν διαβρωθεί, δίνοντας τη θέση τους σε ένα ατέρμονο παράλογο όπου ανθρώπινες ζωές χάνονται φρικτά, απροσδόκητα και χωρίς κανέναν λόγο. Ο σερίφης Μπελ αποφασίζει να αποσυρθεί. Ζωντανό μνημείο ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής κι ενός κώδικα τιμής που σβήνουν γοργά, συνειδητοποιεί την ήττα του και παραιτείται μπροστά στην εγκαθίδρυση μιας βλοσυρής τάξης πραγμάτων την οποία δεν μπορεί ούτε να κατανοήσει ούτε να ενστερνιστεί.
Και καθώς η γραμμή θανάτου της ταινίας ολοένα και μεγαλώνει, εκείνος σιωπά. Γιατί συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει. Αυτή είναι η τραγωδία του. Αυτό είναι και το νόημα της ταινίας. Πίσω από μια σφιχτοδεμένη ιστορία καταδίωξης και μια πλοκή που βρίσκεται με το ένα πόδι γερά πατημένο στο νουάρ και με το άλλο στο θρίλερ, στην καινούργια δημιουργία των Κοέν καραδοκεί μια φοβερή αίσθηση ματαιότητας. Που διαβεβαιώνει ότι τα πάντα επί γης είναι προδιαγεγραμμένα και πως μοναδική σταθερά σε ένα σύμπαν που παραδίδεται ολοένα και βαθύτερα στο σκοτάδι είναι ο θάνατος.
Εστω και δευτεραγωνιστής του φιλμ, ο λακωνικός σερίφης κουβαλά επάνω του ολόκληρη τη φιλοσοφία του συγγραφέα Κόρμακ ΜακΚάρθι που έγραψε το ομότιτλο βιβλίο και του φιλμ που τόσο εκπληκτικά το διασκεύασε. Το απελπισμένο του βλέμμα είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου που αναζητά νόημα και λύτρωση σε έναν κόσμο χωρίς θεό και χωρίς αύριο. Εναν κόσμο στον οποίο τα τέρατα των παραμυθιών έχουν αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο και κυκλοφορούν ανάμεσά μας (όπως ο ανατριχιαστικός κακός που υποδύεται ο Μπαρδέμ), οι καλοί δεν νικούν σχεδόν ποτέ και το μόνο που μπορεί κανείς να ευχηθεί είναι το τέλος που θα τον βρει να μην είναι βίαιο και οδυνηρό. Είναι ένας κόσμος τον οποίο οι Κοέν αντιμετωπίζουν σαν να κατοικείται μόνο από καταραμένους και μελλοθάνατους. Θύτες και θύματα, καλοί και κακοί, αθώοι και ένοχοι, όλοι αιμορραγούν σε αυτό το σφοδρό ταξίδι της σφαγής. Και όλοι σχεδόν πεθαίνουν, δίχως να μπορούν ποτέ να καταλάβουν το γιατί.
Λουκάς Κατσίκας