Λένε ότι η κωμωδία είναι το δυσκολότερο κινηματογραφικό είδος. Αυτό το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χελμ (σεναριογράφος του «Πιο Παράξενο Από Παράξενο») όμως μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν πως, όχι, το σινεμά του φανταστικού (ιδιαίτερα όταν εφάπτεται στη σύγχρονη πραγματικότητα) χαρακτηρίζεται από σαφώς μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Πως απαιτείται πολλή αρετή και τόλμη για να συγκινήσεις το κοινό με παραμύθια. Και σε αυτό το μαγαζί τα θαύματα είναι προορισμένα μόνο για τα μάτια, έτσι όπως γεμίζουν ασφυκτικά κάθε πλάνο όταν η ταινία βρίσκεται μέσα σε αυτό και εξαφανίζονται σχεδόν εντελώς όταν βγαίνει εκτός.
Εκεί όπου παρακολουθεί τον αγώνα συμφιλίωσης με την καθημερινότητα των χαριτωμένα εκκεντρικών ηρώων της, ενσαρκωμένων με συνετή, ερμηνευτική οικονομία - αντίδοτο στο οπτικό πανδαιμόνιο, από τη θαυμάσια πρωταγωνιστική τετράδα. Οι φιλότιμες προσπάθειες της οποίας όμως δεν αρκούν για να προσδώσουν ουσία και προσανατολισμό στο αποτέλεσμα. Σε μια ταινία που αλλάζει διαρκώς το κέντρο βάρους του, τοποθετώντας το πότε στο μαγαζί και πότε σε καθέναν από τους τέσσερις ήρωες του. Φλύαρη σε θέαμα, αλλά λακωνική σε όλα τα άλλα. Σαν αδικαιολόγητα ακριβό, γρήγορα αναλώσιμο, παιδικό παιχνίδι, που όπως οι πρόγονοί του, «Jumanji» και «Τoys» δεν ξέρει ούτε τι θέλει να πει ούτε πώς να το πει.
Ιωάννα Παπαγεωργίου