Rock n roll suicide

23.10.2007
H ιστορία των Joy Division, του αυτόχειρα ηγέτη τους που στα 23 έβαλε τέρμα στη ζωή του, της ταινίας που γεννήθηκε φέτος από τις στάχτες τους, της πρώτης σκηνοθετικής δουλειάς ενός διάσημου φωτογράφου, του εντυπωσιακού ντεμπούτου που σημειώνει ένας άσημος νεαρός ηθοποιός, των όσων θυμάται ο πιο στενός φίλος και συνεργάτης του.

Κείμενα - Συνεντεύξεις: Λουκάς Κατσίκας

Αυτές είναι οι ιστορίες γύρω από το «Control»

heart and soul
Χαζεύω την κίνηση στην παραθαλάσσια Κρουαζέτ, από κάποια ταράτσα των Καννών. Είναι Παρασκευή 18 Μαϊου, μεσημέρι. Για όσους γνωρίζουν λίγο την ιστορία του συγκροτήματος των Joy Division και του τραγικού ηγέτη τους, Ιαν Κέρτις, η συγκεκριμένη Παρασκευή δεν είναι μία ακόμη ημέρα της εβδομάδας. 27 χρόνια πριν, σαν σήμερα, ο Κέρτις διάλεξε να βάλει αιφνίδια τέλος στη ζωή του. Απαγχονίστηκε στην κουζίνα του σπιτιού του. Κατά μια σχεδόν μεταφυσική σύμπτωση, τη μέρα της μελαγχολικής αυτής επετείου έχουν κανονιστεί οι συνεντεύξεις για την ταινία που αναφέρεται στον διάσημο αυτόχειρα και στο συγκρότημά του. Το αμέσως προηγούμενο βράδυ, το γαλλικό φεστιβάλ υποδέχτηκε θερμά το «Control», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντον Κόρμπιν, διάσημου φωτογράφου και σκηνοθέτη βιντεοκλίπ. Οι δυο προβολές της ταινίας γέμισαν ασφυκτικά, το κοινό καταχειροκρότησε, οι πρώτες αντιδράσεις στα ξένα έντυπα στάθηκαν παραπάνω από ενθαρρυντικές. Υπήρχε, βέβαια, από νωρίς μια δεδομένη προσμονή για το φιλμ, απόλυτα δικαιολογημένη στο σημείο όπου οι Joy Division και ο τραγουδιστής τους- στη σύντομη ζωή και καριέρα του οποίου αναφέρεται το φιλμ- δεν έπαψαν ποτέ να προσελκύουν καινούργιες γενιές στη μουσική και τον μύθο τους. Για τον σκηνοθέτη του, εντούτοις, το «Control» δεν υπήρξε μονάχα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εγκαινιάσει ο ίδιος μια καριέρα στο σινεμά. Του δίνει τη δυνατότητα να χαράξει για τον εαυτό του μια βαθιά συναισθηματική και έντονα συγκινησιακή πορεία, η οποία ξεκινά από την εποχή της νιότης του, πριν τρεις δεκαετίες, και φτάνει μέχρι τα σημερινά 52 του χρόνια.

Ψιλόλιγνος, ντυμένος στα μαύρα, με χαρακτηριστική προφορά στα λεγόμενά του, ο Αντον Κόρμπιν μιλά ήρεμα, καθισμένος σε έναν μικρό καναπέ. Η διήγησή του μας επιστρέφει στα τέλη της δεκαετίας του 70, τότε που ο δανέζικης καταγωγής Αντον ζούσε στην Ολλανδία με την ελπίδα να μπορέσει κάποια στιγμή να διοχετεύσει στη ζωή του τη μεγάλη του αγάπη για την μουσική. Τακτικός αναγνώστης της εφημερίδας New Musical Express, ο Κόρμπιν σκόνταψε ένα πρωί σε ένα άρθρο του εντύπου, αφιερωμένο σε ένα καινούργιο βρετανικό συγκρότημα με το όνομα Joy Division και στο πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορούσε. Τίτλος του, «Unknown Ρleasures». Παρακινούμενος από το άρθρο, ο μελλοντικός φωτογράφος αγόρασε τον δίσκο. Από το εναρκτήριο κιόλας τραγούδι, από το άκουσμα της επιβλητικής φωνής του νεαρού Κέρτις πίσω από το μικρόφωνο, ο Κόρμπιν ένιωσε συνεπαρμένος.«Υπήρχε ένα εντυπωσιακό βάρος στη μουσική και στη φωνή του τραγουδιστή» εξομολογείται ο ίδιος «στο οποίο θέλησα αυτομάτως να ανταποκριθώ. Από καιρό έψαχνα, έπειτα, μια αφορμή προκειμένου να εγκαταλείψω την πόλη στην οποία διέμενα και να μεταναστεύσω προς κάποιο μακρινό, άγνωστο σε μένα μέρος. Ακούγοντας να παίζει στο πικάπ το «Unknown Ρleasures» αισθάνθηκα την ανάγκη να μετακομίσω σε εκείνη την τοποθεσία από την οποία προερχόταν η συγκεκριμένη μουσική. Δυο εβδομάδες αφότου πάτησα πρώτη φορά το πόδι μου στο Λονδίνο, κατέληξα να φωτογραφίζω τους Joy Division».

Ο Αντον Κόρμπιν ήταν 24 ετών όταν έφτασε με τις βαλίτσες του γεμάτες στην λονδρέζικη μητρόπολη, τον χειμώνα του 1979. Οι γνώσεις του στην αγγλική γλώσσα ήταν πενιχρές και οι γνωριμίες του ανύπαρκτες, αυτό δεν τον εμπόδισε ωστόσο από το να συναντήσει σχεδόν αμέσως το αγαπημένο του γκρουπ και να το βάλει να ποζάρει για μια σειρά φωτογραφίες οι οποίες θεωρούνται σήμερα κλασικές. «Η πρώτη μας συνάντηση έγινε στον σταθμό του μετρό» θυμάται ο φωτογράφος «και ήταν σύντομη. Γύρω στα δέκα λεπτά. Με τα φτωχικά αγγλικά μου έσπευσα να συστηθώ στα μέλη των Joy Division. Εκείνα δεν μου έσφιξαν αρχικά το χέρι, παρά μόνο μετά την ολοκλήρωση της φωτογράφησης. Οταν ετοίμασα τις φωτό, τις έστειλα να τις δουν και έμαθα ότι τις βρήκαν εξαιρετικές. Λίγο καιρό αργότερα, ο μάνατζερ του συγκροτήματος επικοινώνησε μαζί μου για να μου ζητήσει να πάω στο Μάντσεστερ και να φωτογραφήσω ξανά την μπάντα, την ίδια περίπου περίοδο που θα γύριζαν το βίντεό τους για το κομμάτι Love Will Tear Us Apart. Δέχτηκα, και εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Ιαν Κέρτις κάπως καλύτερα. Λίγο καιρό αργότερα, εκείνος αυτοκτόνησε. Επειδή δυσκολεύτηκα να εξοικειωθώ με τη χρήση της αγγλικής γλώσσας, μου ήταν για καιρό αδύνατο να κατανοήσω τι ακριβώς τραγουδούσε με τόση δύναμη στα κομμάτια του. Από το πάθος με το οποίο αφοσιωνόταν στην ερμηνεία του μου έδινε, παρ όλα αυτά, να καταλάβω πως οτιδήποτε είχε αποτυπώσει σε εκείνους τους στίχους, το είχε αντλήσει από τα βάθη της καρδιάς του. Επειτα κατάλαβα τι λένε οι στίχοι και έμεινα συγκλονισμένος».

Ο Κόρμπιν δεν προσέγγισε το «Control» με τη νοοτροπία μιας ακόμη ροκ βιογραφίας. «Με ενδιέφερε να διηγηθώ ένα ερωτικό τρίγωνο και μαζί ένα ανθρώπινο δράμα». Δεν έκανε επίσης το φιλμ με τη λογική μίας απλής κινηματογραφικής δουλειάς. «Το έκανα για να εξυπηρετήσω μια μακροχρόνια, εσωτερική μου ανάγκη: να κλείσω οριστικά ένα κεφάλαιο που παρέμενε ανοιχτό από το παρελθόν μου. Εκείνο που έσπρωξε έναν νεαρό στο να εγκαταλείψει την γενέτειρά του και να ταξιδέψει σε μια ξένη χώρα προκειμένου να συναντήσει και να φωτογραφίσει το συγκρότημα που τον ενέπνευσε. Ο Ιαν και ολόκληρο το γκρουπ παραμένουν άρρηκτα δεμένοι με μια νοσταλγική και πολύ καθοριστική περίοδο της ζωής μου, η οποία κυριαρχείται από τις επιθυμίες και τα συναισθήματα που διακρίνει κάποιον όταν είναι νεαρός σε ηλικία και έτοιμος να γνωρίσει τον κόσμο. Γυρίζοντας τώρα αυτή την ταινία νιώθω ότι έχω διανύσει μια κυκλική πορεία που με ταξιδεύει ξανά στις μέρες που ήμουν νέος για να με επιστρέψει και πάλι πίσω στο σήμερα. Γι αυτό τον λόγο δεν δίστασα να βάλω μόνος μου τα απαιτούμενα χρήματα για την πραγματοποίησή της. Στο κάτω κάτω ας τα έχανα. Η ταινία ήταν που είχε σημασία για μένα. Οχι το αν θα κέρδιζε ποτέ τα λεφτά της».

Οταν βρισκόμουν στα δεκαοχτώ θυμάται ο 27χρονος πρωταγωνιστής του «Control» ένας φίλος μου είχε δανείσει το «Unknown Ρleasures». Το είχα ακούσει κάμποσες φορές αλλά μόνο το «Τransmission» και το «Shadowplay» με είχαν αγγίξει τότε. Υποθέτω ότι αποτελώ την εξαίρεση. Πρέπει να υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι που ισχυρίζονται πόσο τους άλλαξε τη ζωή η πρώτη ακρόαση ενός τέτοιου δίσκου. Εγώ όμως δεν υπήρξα μεγάλος θαυμαστής του συγκροτήματος, ίσως επειδή δεν είχα κάνει ποτέ τον κόπο να εντρυφήσω πραγματικά σε αυτό. Φαντάσου ότι ακόμη και για τον ίδιο τον Κέρτις δεν ήξερα καλά καλά τα πάντα. Γνώριζα για την αυτοκτονία του, όχι όμως το σε πόσο μικρή ηλικία συνέβη. Μέχρι το τέλος της ταινίας, μέσα από τη διαδικασία της ενσάρκωσής του, προσπάθησα να καταλάβω τις καταστάσεις που τον οδήγησαν σε αυτό το τραγικό φινάλε.

Ο Σαμ Ράιλι είναι ντυμένος με ένα ριγέ μπλουζάκι μέσα από το οποίο σχηματίζεται ο αδύνατος κορμός του. Κάθεται σε μια γωνιά της ταράτσας που μας φιλοξενεί καπνίζοντας νευρικά, αμήχανα και τακτοποιώντας τα μαύρα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπό του. Μέχρι χτές ήταν ένας σχεδόν ανώνυμος, τραγουδιστής ενός ελάχιστα γνωστού indie συγκροτήματος από την Αγγλία με το όνομα 10.000 Things, επίδοξος ηθοποιός που περιπλανιόταν από τη μία οντισιόν στην άλλη, περιμένοντας να του δοθεί μια ευκαιρία. Είχε προλάβει να σημειώσει ένα πέρασμα στο «24 Hour Party Ρeople» του Μάικλ Γουιντερμπότομ, υποδυόμενος τον Μαρκ Ε. Σμιθ, τραγουδιστή των Fall, σε μια σκηνή που κόπηκε στο μοντάζ. Σήμερα το πρωί, ο Σαμ Ράιλι είναι ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούν οι περισσότεροι φεστιβαλιστές των Καννών.

Αισθάνεται, μου λέει, αυτό το ξαφνικό βάρος. Από τη στιγμή που δέχτηκε να ερμηνεύσει τον Ιαν Κέρτις, για δυο πράγματα ήταν σίγουρος. Πρώτον, ότι θα δυσκολευόταν να πείσει το κοινό να τον δεχτεί ως ενσαρκωτή μιας τόσο εμβληματικής φιγούρας για τη μουσική. Δεύτερον, ότι η ζωή που γνώριζε ως τώρα θα λάμβανε τέλος. «Μέχρι πρότινος ήμουν ο κανένας» παραδέχεται ο νεαρός. «Είχα ταξιδέψει ελάχιστα στη ζωή μου, δεν έβρισκα δουλειά και ξαφνικά παρουσιάστηκε ο Αντον και με εμπιστεύτηκε σε κάτι εξαρχής παράτολμο. Διότι γνώριζα πόσους πολλούς θαυμαστές μετρά εξακολουθητικά το συγκρότημα. Λίγο πριν ξεκινήσουμε γυρίσματα στο φιλμ έκανα μάλιστα το λάθος και μπήκα σε διάφορες ιστοσελίδες και φόρουμ αφιερωμένα στους Joy Division. Οταν μαθεύτηκε ότι εγώ θα υποδυόμουν τελικά τον Κέρτις, επικράτησε ένας χαμός. Διάβαζα πράγματα όπως «ποιος είναι αυτός ο άσχετος που θα παίξει τον Ιαν;» ή «πώς είναι δυνατόν να τον επέλεξαν όταν δεν του μοιάζει καθόλου;» και με έλουζε κρύος ιδρώτας. Ημουν όμως αποφασισμένος να δώσω στον ρόλο το είναι μου. Γνώριζα πως, είτε το φιλμ γινόταν επιτυχία είτε όχι, θα αποτελούσε σίγουρα τη μεγάλη μου ευκαιρία. Θα με βοηθούσε να εξασφαλίσω κάποιες προτάσεις».

27 ετών, ο Σαμ Ράιλι πέρασε τα τελευταία χρόνια προσπαθώντας να συστήσει το συμπαθές συγκρότημά του σε ένα ευρύτερο κοινό. Δεν τα κατάφερε. Η εμπειρία όμως του να τραγουδά μπροστά σε ζωντανό ακροατήριο τον βοήθησε να μπει ευκολότερα στο πετσί του ρόλου του. «Χρειάστηκε παρ όλα αυτά να ξεχάσω οτιδήποτε ήξερα, να αποβάλω οποιεσδήποτε δικές μου χειρονομίες επάνω στη σκηνή, να μην είμαι πλέον ο Σαμ Ράιλι των 10.000 Things αλλά ο Ιαν Κέρτις. Πράγμα δύσκολο όχι μόνο γιατί υπάρχει απειροελάχιστο μαγνητοσκοπημένο υλικό που θα μπορούσε να μου δώσει μια πιο αυθεντική ιδέα πάνω στην κινησιολογία του Κέρτις, αλλά και επειδή η παρουσία εκείνου ήταν μανιώδης και σπασμωδική, κάτι που χρειαζόταν μέχρι έναν βαθμό να αναπαράγω. Μέχρι να τελειώσουμε τα γυρίσματα στο φιλμ, όμως, ένιωσα ότι βρέθηκα πολύ κοντά στον Ιαν. Μπόρεσα να κατανοήσω ένα μέρος από τις αντιφάσεις που φιλοξενούσε μέσα του. Τα όνειρά του να γίνει ροκ σταρ ταυτόχρονα με την υποχρέωσή του να παραμείνει ένας ήσυχος οικογενειάρχης. Την αγάπη του για τη σύζυγό του, παράλληλα με τον έρωτά του για μια άλλη γυναίκα. Τις προσδοκίες του για μια λαμπρή καριέρα συνάμα με τον δισταγμό του (λόγω ασθενείας) να ταξιδέψει στην Αμερική και να εξαργυρώσει έτσι ένα εισιτήριο στη βέβαιη φήμη. Δεν μπορώ να πω ότι δεν συγκινήθηκα βαθιά από την ιστορία του».

Ο Σαμ Ράιλι μιλά και καπνίζει. Τον ακούω, με την άκρη του ματιού μου, όμως, έχω προσέξει εδώ και ώρα έναν μεσήλικα άντρα να αγναντεύει τη γαλλική κωμόπολη από ένα μπαλκόνι πίσω μας. Είναι ξανθός, σχετικά ευτραφής και μετρίου αναστήματος. Φορά γαλάζιο σακάκι, τζιν παντελόνι και ανοιχτόχρωμο πουκάμισο. Το πρόσωπό του, παράξενα παιδικό. Μου φαίνεται τόσο γνώριμος. Δυο λεπτά αργότερα καταλαβαίνω: είναι ο Μπέρναρντ Σάμνερ. Κιθαρίστας των Joy Division, τραγουδιστής των New Order, μια από τις πιο καθοριστικές φιγούρες της μοντέρνας μουσικής. Τελειώνουμε τη συνέντευξη με τον νεαρό και φεύγω τρέχοντας, για να προλάβω την υπεύθυνο Τύπου. Της ζητάω να μου παραχωρήσει λίγη ώρα με τον Σάμνερ. Εκείνη τον πλησιάζει, του ψιθυρίζει κάτι και αμέσως μετά μου κάνει νόημα. Πλησιάζω, προσπαθώντας να καταπιώ λίγο από το δέος μου. Εκείνος μου σφίγγει το χέρι. Ο χρόνος δεν τον έχει αγγίξει ιδιαιτέρως, εκτός από μερικά παραπάνω κιλά και κάμποσες γκρίζες τρίχες στο κεφάλι. Βρίσκεται αισίως στα 51 του χρόνια. Μου λέει ότι του άρεσε η ταινία. Τον πιστεύω. «Ετσι συνέβησαν πάνω κάτω όλα» ισχυρίζεται. «Ισως τα μέλη της μπάντας να μοιάζουν κάπως σχηματικά ως χαρακτήρες. Τα ανθρώπινα όντα, όμως, είναι σύνθετες ιδιοσυγκρασίες. Είναι αδύνατο να συλλάβεις σε φιλμ καθεμιά από τις όψεις που επιφυλάσσουν». Η μόνη του αντίρρηση με την ταινία; «Δεν ήμασταν τόσο συνοφρυωμένοι, όσο μας απεικονίζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι μάς συνδέουν με τη βαρύτητα της μουσικής που παίζαμε. Στην πραγματικότητα, όμως, μας διέκρινε όλη η αφέλεια και η ανοησία της νεαρής μας ηλικίας. Ημασταν ενθουσιώδεις και παιχνιδιάρηδες. Μόνο όταν μπαίναμε να κάνουμε πρόβα ή όταν ηχογραφούσαμε, σοβαρεύαμε εντελώς».

Δυο δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιαν όλοι ρωτούν ανελλιπώς τον Μπέρναρντ και τους υπόλοιπους New Order, μετεξέλιξη των Joy Division, να αιτιολογήσουν την αυτοκτονία του. «Οσα χρόνια κι αν περάσουν», εξομολογείται ο Σάμνερ, «είναι αδύνατο να ξεπεράσεις ένα τόσο οδυνηρό συμβάν. Από νεαρή ηλικία βρέθηκα υποχρεωμένος να αντιμετωπίζω πολλή αρρώστια και πολύ θάνατο στο εσωτερικό της οικογένειάς μου, οπότε θα μπορούσα να πω ότι ήμουν αρκετά εξοικειωμένος με την ιδέα της απώλειας. Το να πεθαίνεις, ωστόσο, με έναν τόσο σοκαριστικό θάνατο, όπως εκείνος τον οποίο επέλεξε ο Ιαν, δεν το καταλαβαίνω. Η αυτοκτονία είναι μια τρομακτική πράξη βίας. Για πολύ καιρό μου ήταν δύσκολο να τη συγχωρήσω. Δεν ήταν η πρώτη, άλλωστε, φορά που είχε αποπειραθεί κάτι τέτοιο. Είχε δοκιμάσει ξανά να βάλει τέλος στη ζωή του. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα το επιχειρούσε ξανά».

Τον έχει δικαιολογήσει πλέον μέσα του; «Τα προβλήματα του Ιαν ήταν ανυπέρβλητα» απαντά ο Σάμνερ. «Βρισκόταν διχασμένος ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Αισθανόταν ενοχές για την κορούλα του, επειδή η σχέση του με την Ντέμπι έφθινε ραγδαία. Δεν ήταν συναισθηματικής μόνο φύσεως τα ζητήματα που αντιμετώπιζε, ωστόσο. Στα 22 του χρόνια διαγνώστηκε ότι πάσχει από επιληψία. Βαριάς μορφής. Πάθαινε κρίσεις. Του συνέβαινε και φορές όπου βρισκόταν επάνω στη σκηνή. Χρειαζόταν να διακόπτουμε τη συναυλία και να τον σύρουμε πίσω στα καμαρίνια για να συνέλθει. Μόλις ανακτούσε κανονικά τις αισθήσεις του, ξεσπούσε σε κλάματα. Ντρεπόταν για ό,τι συνέβη. Τα φάρμακα που έπαιρνε, από την άλλη, ήταν πολύ δυνατά, επιδρούσαν καταλυτικά στη διάθεσή του και του προκαλούσαν συνέχεια κατάθλιψη. Ο Ιαν βρέθηκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, εξαιτίας και κάποιων βιαστικών επιλογών που έκανε. Μέχρι τα 21 του ήταν ήδη παντρεμένος, είχε κάνει παιδί, δούλευε εντατικά παράλληλα με τις υποχρεώσεις του στο συγκρότημα και προσπαθούσε να αντεπεξέλθει σε ευθύνες που καθημερινά πολλαπλασιάζονταν. Ξέρετε, ήμασταν όλοι μας παιδιά που μεγάλωσαν σε μικρές πόλεις. Είχαμε ένα συγκρότημα με το οποίο παίζαμε για δυο χρόνια σε καταγώγια και τρύπες. Οταν γίναμε οι Joy Division, αποκτήσαμε όνομα, φτάσαμε να ετοιμαζόμαστε για περιοδεία στην Αμερική, τα πάντα στις ζωές μας άλλαξαν. Στις μέρες μας το να πραγματοποιήσεις ένα αεροπορικό ταξίδι μέχρι τη Νέα Υόρκη δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα. Εκείνη την εποχή θεωρούνταν μοναδικό. Ημασταν όλοι μας πολύ ενθουσιασμένοι. Ολοι εκτός από τον Ιαν. Η σκέψη του να ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και να χρειάζεται να αντιμετωπίσει και εκεί τις επιληπτικές κρίσεις του, του φαινόταν αβάσταχτη. Ολα αυτά τα άγχη συσσωρεύτηκαν. Και τον σύνθλιψαν. Δεν νομίζω ότι υπήρχε λύση για τον Ιαν. Το μόνο που θα μπορούσε να είχε συμβεί ήταν να είχαμε κοιτάξει πιο προσεκτικά τα σημάδια. Οσα μετέδιδε μέσα από τους στίχους του ο Ιαν. Μπορεί να σας φαίνεται απίστευτο, όμως ποτέ δεν είχε τύχει να ακούσω πραγματικά τι εννοούσαν τα όσα έγραφε. Δεν είχα καθίσει να τα αναλύσω. Το έκανα μετά τον θάνατό του. Και πολλές απαντήσεις τις ανακάλυψα εκεί μέσα. Τα υπόλοιπα είναι εικασίες».

Joy Division όλα τα στερητικά άλφα
Ασφυξία, άπνοια και αποξένωση. Απελπισία και απόγνωση. Αρνητισμός. Και Ακινησία: σαν το εξώφυλλο του «Closer», αυτού του συνταρακτικού album που άλλαξε την ατζέντα της αστικής παρακμής για πάντα. Η αιώνια ακίνητη, αγαλματένια εικόνα του «Closer» παραμένει μέσα στα χρόνια ο συμβολισμός του διαρκούς πόνου και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Ο κόσμος των Joy Division στη βραχύβια ύπαρξή του στέγασε σε μια μεγαλειώδη φιλοξενία την πίκρα της ψυχής που δεν βρίσκει λύτρωση παρά μόνο στον θάνατο. Οι Joy Division δεν εφηύραν το γοτθισμό. Τον νομιμοποίησαν όμως και μάλιστα με μια πράξη αναμφισβήτητη και σοβαρή - με την αυτοχειρία του Ιαν Κέρτις. Από τότε και μετά, το ρεύμα που σηκώθηκε από την παρακμή του πανκ είχε χρώματα μαύρα και γκρίζα, φόρεσε ως στέμμα το δράμα και μεταδιδόταν μέσα από μπαρ που μύριζαν θλιμμένες σιωπές. Πίσω από τον τραγικό απολογισμό των Joy Division, φύτρωσαν ένα σωρό κεφάλια με αναστατωμένες κομμώσεις που πάσχιζαν να ξορκίσουν αυτό που δεν κατάφερε ο Κέρτις ποτέ να αποδεχτεί: την εγγενή μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάποιοι από αυτά τα κεφάλια συνεχίζουν μέχρι σήμερα κιόλας, πάνω από είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, να βασανίζουν τους δαίμονες αυτούς. Ο Ρόμπερτ Σμιθ των Cure; Η Siouxsie; Οι σύγχρονοι του Κέρτις, ήρωες της μαυροφορεμένης επανάστασης δεν υποστέλλουν το λάβαρο της goth κουλτούρας - είναι γι αυτούς μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία και τρόπος ζωής.

Οταν στα μέσα του 1977 ο Ιαν Κέρτις, ο Μπέρναρντ Αλμπρεχτ (μετέπειτα Σάμνερ), o Πίτερ Χουκ και ο Στίβεν Μόρις αποφάσισαν να ονομάσουν το άτεχνο γκρουπ τους, The Stiff Kittens, η δύναμη του πανκ ήταν ο μοναδικός κινητήριος μοχλός τους. Ως Warsaw αργότερα, το πανκ ήταν ακόμα στις καρδιές τους - το Σάλφορντ του Μάντσεστερ ήταν πολύ μικρό προάστιο για να μπορέσει να αντισταθεί στην κοσμοϊστορική αλλαγή που συνέβαινε με την έλευση των Clash και των Sex Pistols. Στα τέλη του 1977, το όνομα Joy Division επιλέχθηκε από τους ίδιους από ένα βιβλίο που αναφερόταν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης («Ηouse Of Dolls») και ειδικά στα τμήματα της «διασκέδασης» των Ναζί με κρατούμενες από όλη την Ευρώπη. Μόλις τον Ιούνιο του 1978 κυκλοφόρησαν το πρώτο single τους «Αn Ideal For Living» και δεκατέσσερις μήνες αργότερα το σπουδαίο ντεμπούτο τους «Unknown Ρleasures» (ο μύθος θέλει τις τελευταίες αποταμιεύσεις -8.000 λίρες- του διευθυντή της Factory, Τόνι Γουίλσον, να επενδύονται στη χρηματοδότηση της ηχογράφησής του) που έπεσε σαν βόμβα στο προσκήνιο και έκανε τις βρετανικές μουσικές εφημερίδες να μιλήσουν για πρώτη φορά, με σοβαρότητα για το ποστ πανκ - έναν ήχο σκληρό, σχεδόν εμβατηριακό και επίμονο που ακολουθούσε το βασανιστικό ρυθμό των επιληπτικών κρίσεων του Κέρτις πάνω στη σκηνή. Η κυκλοφορία του «Closer» το καλοκαίρι του 1980 ήταν απλά μια θριαμβευτική επικύρωση της σπουδαιότητάς τους. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Οταν ο Κέρτις βρέθηκε κρεμασμένος στις 18 Μαϊου 1980 στο σπίτι του, πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ως αφορμή της πράξης του, τον πρόσφατο συζυγικό χωρισμό του. Ενα κεφάλαιο για την ιστορία του σύγχρονου ροκ άνοιγε με πραγματικά τραγικό τρόπο, το «Love Will Tear Us Αpart» να καταγράφεται ως ένα από τα πιο τραγικά μεταθανάτια αριστουργήματα όλων των εποχών.

Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αν δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ τα άλμπουμ «Closer» και «Unknown Ρleasures» δεν θα είχε ποτέ κάνει την εμφάνισή του μια στρατιά από ονόματα που «ανέβηκαν στο τρένο» τα τελευταία αυτά χρόνια. Φανταστείτε πως αλλιώς θα είχε μορφοποιηθεί το νέο σκοτεινό ρεύμα της Νέας Υόρκης με όλους τους Interpol, Rapture και Radio 4 αυτού του κόσμου. Φανταστείτε πως σπουδαίοι performers της αμερικανικής σκηνής, όπως ο Τρεντ Ρέζνορ των Nine Inch Nails, θα είχαν παραλλάξει το ζοφερό show τους αν δεν είχαν επισκεφτεί επανειλημμένα τα τοπία των Joy Division στο Μάντσεστερ.

Φανταστείτε την καλλιτεχνική διεύθυνση ταινιών όπως το «Κοράκι» χωρίς αυτή την goth αισθητική που παίρνει αμπάριζα από τα ανατριχιαστικά σοκάκια της γειτονιάς των Joy Division. Φανταστείτε ακόμα και κατεστημένα ονόματα του super stadium ροκ όπως οι Manic Street Preachers και οι Smashing Pumpkins χωρίς τη συμβολή του Κέρτις στην ατζέντα των εμπνεύσεών τους: οι μεν θα έψαχναν ακόμα να βρουν την αισθητική τους μεταξύ macho rock και punk και οι δε θα έπαιρναν κατεύθυνση μόνο από τις σκληροπυρηνικές συνιστώσες του Μπίλι Κόργκαν χωρίς το πάτημά του στους Joy Division.

Υπάρχουν περιπτώσεις συγκροτημάτων που δεν θα υπήρχαν κυριολεκτικά χωρίς την ύπαρξη των Joy Division: Οι Editors θα ήταν απόντες. Οι Chromatics επίσης. Οι Dragons. Οι Αμερικανοί She Wants Revenge. Ολο το νέο κίνημα των μαυροφορεμένων Αγγλων που δεν θέλουν να έχουν επαφή με το παραδοσιακό brit rock και συντάσσονται πειθαρχημένοι στα σκοτεινά παραδοσιακά μονοπάτια του γκρίζου Μάντσεστερ. Ούτε ο Μόλκο των Placebo θα διέθετε αυτό το υπερδραματικό στοιχείο στη φωνή του.

Η κληρονομιά των Joy Division είναι πραγματικά άφθαρτη διότι είναι μυθική - κομμένη βίαια από το χέρι μιας μοίρας που ήταν αποφασισμένη να γράψει ιστορία. Η εικόνα του γκριζοφορεμένου τύπου με το χαμένο βλέμμα είναι χαραγμένη σε κάθε σκοτεινή πτυχή κάθε κουλτούρας δρόμου που σκάει μύτη στο προσκήνιο. Η παράδοση που θέλει στιβαρές, σχεδόν στρατιωτικές rhythm sections (αυτή την ανελέητα συμπληρωματική σχέση μπάσου και drums) με βαριές φωνές και στίχους που ο μόνος δρόμος που σε οδηγούν είναι απλά, να έχεις σιωπηλός το κεφάλι κάτω, πάντα θα έχει μια θέση στην επικαιρότητα, είτε παίρνει τη μορφή του emocore είτε κάποιας αναβίωσης του σκοτεινού new wave.

Μέσα από τις ταινίες, όπως το «24 Hour Party Ρeople» και ντοκιμαντέρ όπως το «Factory: Manchester from Joy Division... To Happy Μondays», το αρχειακό υλικό και οι αναφορές στην προσωπικότητα του Κέρτις και της δραματικής εξέλιξης των New Order μέσα από τις στάχτες των Joy Division προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για την προσέγγιση του φαινομένου που καταγράφηκε ως ένα από τα δέκα σημαντικότερα της ποπ. Μάρκος Φράγκος

Στο βιβλίο «Joy Divisions Unknown Ρleasures» μπορεί κανείς να εμβαθύνει περαιτέρω στη μουσική ιστορία του συγκροτήματος. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις www.Greekworks.com.