Καμία προσευχή για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

23.10.2007
Προστάτης των καταραμένων, απόκληρων, ξένων, ομοφυλόφιλων, μεταναστών και των πιο όμορφων «άσχημων» αυτού του κόσμου, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ περισσότερο από ένας από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα, υπήρξε ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του κινηματογράφου.

Με ένα έργο δυσανάλογα μεγάλο για τα λίγα χρόνια της περιπετειώδους και γεμάτης καταχρήσεις ζωής του - περισσότερες από 40 ταινίες μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια - και στην πραγματικότητα υπαίτιος για την αρχή αλλά και το τέλος του κινήματος του Νέου Γερμανικού Σινεμά, ο Φασμπίντερ υπήρξε ουσιαστικά το άλλοθι μίας ολόκληρης γενιάς που μέσα από την «αθυροστομία» του βρήκε τον δικό της αιρετικό ρομαντισμό. Βαπτισμένος μέσα στην υπερβολή, την πρόκληση και το μελόδραμα έτσι όπως το έμαθε από το Χόλιγουντ και τον «δάσκαλο» του Ντάγκλας Σερκ, ο Φασμπίντερ υπήρξε ο μοναδικός στην ιστορία της Γερμανίας που ενσωμάτωσε με τον πιο ιδανικό τρόπο τη συλλογική ενοχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μετουσιώνοντας την σε έναν ανεμοστρόβιλο καταπιεσμένων παθών, ένοχων μυστικών και βίας σε μόνιμη έξαρση. %PHOTO1RIGHT%

Οι άδειοι δρόμοι του Μονάχου, το βομβαρδισμένο Βερολίνο, τα στέκια των μεταναστών, τα πάρκα που ψωνίζονται οι αρσενικές πόρνες έγιναν το σκηνικό για το κωμικοτραγικό δράμα της ανθρώπινης αγριότητας έτσι όπως σπάνια κινηματογραφήθηκε, σαν ένα πολύχρωμο, επιτηδευμένο και όμως ατόφιο κομμάτι ζωής. Ακριβώς όπως διάλεξε να ζει ο ίδιος: στο έλεος κάθε είδους καταχρήσεων, των σεξουαλικών του εμμονών και της υπέρμετρης φιλοδοξίας του. Η οποία ξεκινούσε από το να είναι ο πιο άσχημος άνθρωπος που θα πόζαρε ποτέ στο εξώφυλλο του Time και που σήμερα 25 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του (και ενώ το «Βerlin Αlexanderplatz» αποθεώνεται με την κυκλοφορία του σε DVD ως ένας ογκόλιθος της Ιστορίας του κινηματογράφου) εξαργυρώνεται με τον πιο ιδανικό τρόπο κρατώντας τον ίδιο και το έργο του σε μία διαρκή και το κυριότερο αναγκαία επικαιρότητα.

Μανώλης Κρανάκης

Κατά Συρροήν Σκηνοθέτης

Από την Δέσποινα Παυλάκη

Μπορεί να μην ήταν ο σημαντικότερος δημιουργός της γενιάς του και σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο πιο αξιαγάπητος. Ηταν όμως κάτι ακόμα καλύτερο (και φυσικά σπανιότερο): εξαιρετικά και κατ επανάληψη επικίνδυνος.

Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ σε πέντε (εύκολα) βήματα

1. Mamma Mia
H ανικανότητα της Λιζελότε Εντερ να αντιμετωπίσει τα οικογενειακά βάρη μετά τη διάλυση του γάμου της το 1951, ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στο νεαρό Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Μόλις έκλεισε τα εφτά, η μεταφράστρια μητέρα του άρχισε να τον στέλνει καθημερινά στον κινηματογράφο, σε αντάλλαγμα με λίγες κλεμμένες στιγμές ηρεμίας, ώστε να κάνει αναπόσπαστα τη δουλειά της. Υπήρχαν φορές που ο μικρός έβλεπε μέχρι και τρεις ταινίες στη σειρά, και όπως παραδεχόταν κι ο ίδιος: «...το σινεμά ήταν η οικογενειακή ζωή που δεν βρήκα ποτέ στο σπίτι». Η μητρική αμέλεια όχι μόνο έδωσε, άθελά της, νόημα στη ζωή του, αλλά του προσέφερε μια πλούσια γκάμα ψυχολογικών τραυμάτων που θα εξερευνούσε επί της μεγάλης οθόνης μέχρι τελικής, κυριολεκτικά, πτώσης. Ο Φασμπίντερ, ευγνώμων, θα έδινε στη μητέρα του άφεση αμαρτιών, προσφέροντάς της την ευκαιρία να αναγεννηθεί μέσα από τις ταινίες του ως Lilo Pempeit (Λίλο Πέμπατ) σε δεκαπέντε καθόλου τυχαίους ρόλους.%PHOTO2LEFT%

2. Η Παρέα των Λύκων
Σε ηλικία 18 χρονών, έχοντας εγκαταλείψει το σχολείο, έχοντας ήδη εκ-δηλώσει την ομοφυλοφιλία του και χωρίς κανένα επίσημο πτυχίο στην κατοχή του, άρχισε να πλαισιώνει στρατηγικά το ταλέντο του με μια αυτοσχέδια οικογένεια εξιλαστήριων θυμάτων, αντλώντας από το έμψυχο υλικό του Fridl-Leonhard Studio, όπου είχε γνωρίσει τη μετέπειτα μούσα του, Χάνα Σιγκούλα. Το 1967 ο Φασμπίντερ και οι πιστοί του μετακόμισαν στο πειραματικό Action Theater, όπου μέσα σε ένα χρόνο είχε ήδη περάσει από όλα τα στάδια της παραγωγής και ήταν έτοιμος να σκηνοθετήσει. Λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του «Ο Ελληνας Γείτονας» το 1969, το Action Theater έκλεισε, κατεστραμμένο από το χέρι του ίδιου του ιδρυτή του, που ζήλευε παθιασμένα τον 23χρονο Φασμπίντερ λόγω της αυξανόμενης επιρροής του εντός της ομάδας. Παρόμοια οπερετικά δράματα -συνήθως υποκινούμενα από τον ίδιο- θα διατάρασσαν τις λεπτές ισορροπίες της κολεκτίβας, ακόμα και μετά το θάνατό του. Μόνιμα περιτριγυρισμένος από αφοσιωμένους συνεργάτες που τον υπηρετούσαν με μαζοχιστική αυταπάρνηση, ο Φασμπίντερ δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την καταδυναστευτική του φύση, αν και δεν υπήρχε τίποτα που να τον διασκεδάζει περισσότερο από μια καλή ανταρσία!

3. Το Σεξ και η Ουσία
Παρόλο που είχε αρχίσει να διαλαλεί την ομοφυλοφιλία του πολύ πριν ενηλικιωθεί, ο Φασμπίντερ κατάφερε να παντρευτεί μία (συν μία) φορά: πρώτα με τη στενή του φίλη και συνεργάτιδα Ινγκριντ Κάβεν, που είχε μόλις ολοκληρώσει μακροχρόνια ψυχοθεραπεία για σαδομαζοχισμό -γεγονός που φυσικά του κέντρισε το ενδιαφέρον- και κατόπιν με την Γιουλιάνε Λόρεντς, πρώην μοντέρ και νυν επικεφαλής του Fassbinder Foundation, αν και κατά κοινή πεποίθηση πρόκειται για αποκύημα της υπερδραστήριας φαντασίας της, αφού το πιστοποιητικό γάμου δεν βρέθηκε ποτέ. Μικρό το κακό, αφού ο έρωτας για τον Φασμπίντερ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια πάλη για την επικράτηση του δυνατότερου. Δια του λόγου το αληθές, οι τρεις πρώτες μικρού μήκους ταινίες του χρηματοδοτήθηκαν από τον κατά πολύ μεγαλύτερο εραστή του, σε αντάλλαγμα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ξεκινώντας κάθε βραδινή του εξόρμηση από τις αντρικές τουαλέτες, ο Φασμπίντερ χρησιμοποιούσε συχνά τις σεξουαλικές εμπειρίες του ως ακατέργαστη πρώτη ύλη για μερικά από τα καλύτερα σενάριά του, αλλά και ως ζωτικό καύσιμο για να τροφοδοτεί την ακατάπαυστη εργασιομανία του. Διόλου τυχαίο, που η διεθνή του φήμη εδραιώθηκε με το «Fox And His Friends», μια πράξη εξιλέωσης απέναντι στη μνήμη του εραστή του, Αρμιν Μέιερ, που αυτοκτόνησε όταν ο Φασμπίντερ τον εγκατέλειψε. Και ο Φασμπίντερ μπορούσε πια να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να υπηρετήσει τον ακατέργαστο νατουραλισμό του, γράφοντας ολόκληρη την ταινία ως μία ανάμνηση της σχέσης τους.

4. Α Hard Days Νight
Ενώ άλλοι σκηνοθέτες έχαναν πολύτιμο χρόνο επιλέγοντας προσεκτικά τους συνεργάτες τους, τo enfant terrible του Νέου Γερμανικού Σινεμά (που πολλοί πιστεύουν ότι πέθανε μαζί του) και οι βάκχες του, ολοκλήρωναν τη μία ταινία μετά την άλλη. Σύμφωνα με τη Χάνα Σιγκούλα, «...ο Φασμπίντερ είχε πάντοτε έτοιμη την αλληλουχία των σκηνών στο μυαλό του, αλλά δεν ήταν τελειομανής. Περισσότερο τον ένοιαζε να βγάζει μια καινούργια ταινία ενώ οι κριτικοί ασχολούνταν ακόμα με την προηγούμενη». Σκηνοθετώντας, κατά μέσο όρο, ένα φιλμ ανά 100 μέρες, κατάφερε να ολοκληρώσει 44 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές -όπου εκτός από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, πολλές φορές αναλάμβανε το ρόλο καλλιτεχνικού διευθυντή, οπερατέρ, παραγωγού και ηθοποιού- ενώ η θεατρική του καριέρα περιλαμβάνει 14 θεατρικά, 6 διασκευές και 4 κομμάτια για το ραδιόφωνο. Μέχρι να τον ανακαλύψουν τα διεθνή καλλιτεχνικά κυκλώματα (χάρη στο «Ο Φόβος Τρώει Τα Σωθικά» το 1974), οι πολυάριθμοί τίτλοι που ήδη συνωστίζονταν στο βιογραφικό του, σε συνδυασμό με το χείμαρρο νέων πονημάτων, έκαναν την παραγωγικότητα του να φαντάζει ακόμα πιο εντυπωσιακή. Σύντομα, τα βραβεία και τα διάφορα αφιερώματα σε Παρίσι, Λος Αντζελες και Νέα Υόρκη, ανέβασαν το καλλιτεχνικό του γόητρο, ενώ ο παρακμιακός τρόπος ζωής του, τα απανωτά επαγγελματικά σκάνδαλα και η επιδεικτική του ομοφυλοφιλία κοσμούσαν πλέον σε μόνιμη βάση τα γερμανικά πρωτοσέλιδα, που ποτέ μέχρι τότε δεν τον είχαν πάρει στα σοβαρά. Ωσπου μια νύχτα, ένα εκρηκτικό μείγμα βαρβιτουρικών και κοκαϊνης τον έβγαλε πρόωρα στη σύνταξη σε ηλικία 37 ετών. Στα χέρια του βρέθηκε ένα πρώτο σενάριο για τη ζωή της Ρόζα Λούξεμπουργκ...%PHOTO3RIGHT%

5. Requiem
Κι όπως φυσικά αρμόζει σ' ένα υπέροχο κουμάσι σαν και του λόγου του, τα δέκα χρόνια μετά το θάνατό του δεν γιορτάστηκαν μέσα σε κλίμα νοσταλγίας και συγκίνησης, αλλά με λασπολογικά όργια ανάμεσα στην, ομολογουμένως ύποπτη, διευθύντρια του Fassbinder Institute και υποτιθέμενη τελευταία σύντροφό του, και όλους τους παλιούς του συνεργάτες, τους οποίους προσπάθησε να εξαφανίσει από τα credits των αποκαταστημένων ταινιών του! Η διαμάχη πήρε φωτιά, όταν η μάλλον φαντασιόπληκτη κ. Λόρεντς δήλωσε σε γνωστό Γερμανό κριτικό και ντοκιμαντερίστα εν έτει 1992, ότι ο Φασμπίντερ δεν ήταν πραγματικά ομοφυλόφιλος και ούτε έπαιρνε ναρκωτικά! Η μητέρα του -και μοναδική δικαιούχος της περιουσίας- που μάλλον πρώτη φορά άκουγε κάποιον να λέει καλά λόγια για το γιο της, έσπευσε να αναθέσει τη διεύθυνση του ιδρύματος στα (αν)ίκανα χέρια της Λόρεντς, η οποία βάλθηκε να εξοστρακίσει μια μακριά λίστα ανεπιθύμητων πρώην συνεργατών του από την απανταχού κινηματογραφική μνήμη του κόσμου. Οι πολέμιοί του εξαγριώθηκαν, θυμήθηκαν την κατηγορία του αντισημιτισμού επειδή κάποτε ο Φασμπίντερ τόλμησε να πει πως οι ομοφυλόφιλοι υπέφεραν περισσότερο από του Εβραίους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θυμήθηκαν και την κατηγορία του μισογυνισμού, θυμήθηκαν και όσα δεν πρόλαβαν να του προσάψουν τα χρόνια που τους προλάβαινε στη γωνία με μία καινούργια ταινία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από την τιτάνια προσπάθεια αποκατάστασης του 16ωρου «Βerlin Αlexanderplatz» υπό την επίβλεψη του διευθυντή φωτογραφίας της ταινίας, αποφάσισε να προσθέσει επιπλέον φωτεινότητα στο μελετημένα σκοτεινό αριστούργημα, διότι «...θα ήταν σαν ένα μουσείο να κρεμάει το μοναδικό του Πικάσο στο σκοτάδι!». 25 χρόνια μετά οι ιστορίες γύρω από το όνομα του μοιάζουν περισσότερες και από τις ταινίες του: ευτελείς, αληθινές, αληθοφανείς, υπερβολικές.

Μαθήματα αυτογνωσίας

Από τον Γιώργο Κρασσακόπουλο

«Κάθε σκηνοθέτης που σέβεται τον εαυτό του έχει μόνο ένα θέμα, και τελικά κάνει την ίδια ταινία ξανά και ξανά. Το δικό μου θέμα είναι η εκμετάλλευση των συναισθημάτων, όποιος και αν είναι αυτός που το πράττει. Είναι ένα μόνιμο θέμα. Είτε είναι το κράτος που εκμεταλλεύεται τον πατριωτισμό, είτε σε μία σχέση, που ο ένας σύντροφος καταστρέφει τον άλλο».

Μπορεί η γερμανική ηχώ του ονόματός του, οι ελάχιστα ελκυστικοί τίτλοι, μια (αδικαιολόγητη πλην) βαριά αίσθηση «70s κουλτούρας» κι εκείνο το τραγούδι του Τζίμη Πανούση «Φράνσις Φόρντ Κόπολα, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί» να έχουν δημιουργήσει στους νεότερους σινεφίλ μια αίσθηση τρόμου απέναντι στις ταινίες του μάλλον παρεξηγημένου Γερμανού δημιουργού. Αντίθετα από άλλους περισσότερο καλλιγραφημένους, ευγενικούς ή αν προτιμάτε εύπεπτους συναδέλφούς του, ο Φασμπίντερ δεν είχε την τύχη να γνωρίσει ποτέ τη «δόξα» των επανεκδόσεων ή την επανάληψη των θερινών προβολών που για πολλούς αποτελούν τη μητέρα της κινηματογραφικής μάθησης ούτε καν την τιμή ενός φεστιβαλικού αφιερώματος, καθώς πιθανότατα δεν θεωρείται ιδιαιτέρα άγνωστος αλλά δυστυχώς ούτε καν αρκετά «εξωτικός». Στην ελληνική τηλεόραση τα φιλμ του έχουν να εμφανιστούν στη μεταμεσονύκτια έστω ζώνη από την εποχή που ο Γιάννης Μπακογιανόπουλος φρόντιζε να στέλνει για ύπνο εκείνους για τους οποίους η «Κινηματογραφική Λέσχη» δεν ήταν κατάλληλη, ενώ σε DVD δεν κυκλοφορούν παρά ελάχιστοι (οι πιο δημοφιλείς) τίτλοι του. Προφανώς είναι δύσκολο να εκτιμήσεις κάτι που δεν γνωρίζεις, το δυστύχημα όμως στην περίπτωση του Φασμπίντερ είναι πως όχι μόνο τα φιλμ του αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία αλλά πως σήμερα ίσως αντηχούν πολύ καλύτερα απ όσο την εποχή της πρώτης τους προβολής. %PHOTO4RIGHT%

Οσο ζούσε ο ίδιος, ήταν μοιραίο οι ταινίες του να βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα: Η ζωή του ήταν τόσο πιο έντονη, τόσο πιο σκανδαλώδης, τόσο πιο προβοκατόρικη που η εικόνα του, προηγούνταν αυτών των ταινιών του. Ναρκωτικά, σεξ, θυελλώδεις σχέσεις, περισσότερα ναρκωτικά ακόμη πιο πολύ σεξ, δράματα και εκκωφαντικές δηλώσεις, λίγα ακόμη ναρκωτικά και σεξ... Ο Φασμπίντερ υπήρξε η απόλυτη ενσάρκωση του ιδανικού ήρωα του καταραμένου σύμπαντός του, όμως πέρα από ένα κινούμενο σκάνδαλο υπήρξε αναμφίβολα κι ένας δημιουργός με μια μοναδική άποψη για τους ανθρώπους, τη ζωή, τον θάνατο και όσα βρίσκονται ανάμεσά τους. Ρίχνοντας ξανά μια προσεκτική ματιά στο έργο του σήμερα, αψηφώντας τον ομολογουμένως ελαφρώς εκφοβιστικό όγκο του, μπορείς όχι μόνο να το τοποθετήσεις στις αληθινές του διαστάσεις, αλλά και να ανακαλύψεις μια φωνή που είναι εξαιρετικά σύγχρονη και ζωντανή.

Μπορεί ο Φασμπίντερ να υπήρξε γέννημα θρέμμα της μεταπολεμικής Γερμανίας, τα φιλμ του όμως δεν περιορίζονται στην εμπειρία του δημιουργού τους, αντίθετα μοιάζουν να περιγράφουν με απόλυτη ειλικρίνεια και δίχως να ωραιοποιούν στο ελάχιστο τη θέση μας σε αυτή τη ζωή. Οι άνθρωποι για τον Φασμπίντερ δεν είναι παρά σκουπιδάκια που στριφογυρίζουν στη δίνη ενός σαρωτικού ανέμου, μικρά έντομα που λιώνουν στο πέλμα του χρόνου δίχως εκείνος να αντιλαμβάνεται καν την ύπαρξή τους. Οι έρωτές τους, οι θάνατοί τους, οι χαρές και τα δράματα που τους ορίζουν δεν είναι παρά μικρά χαλικάκια που ρίχνουν σκιές βράχων, τόσο συγκινητικά γιατί είναι τόσο ασήμαντα. Για όσους είχαν την ευκαιρία να το ανακαλύψουν, οι ταινίες του Φασμπίντερ είναι κάτι περισσότερο από απλά κινηματογραφικά έργα, είναι αληθινά μαθήματα αυτογνωσίας, ο καλύτερος τρόπος να αντιληφθείς μέσα από αυτές το αληθινό σου μέτρο. Κι αν οι όποιες άλλες αρετές τους, αφηγηματικές, καλλιτεχνικές, συναισθηματικές δεν είναι αρκετές για να κάνουν το σινεμά του απαραίτητο, μόνο γι αυτό, οι ταινίες του θα έπρεπε να αποτελούν εγχειρίδιο ζωής. Αλλά από την άλλη, ίσως γι αυτό ακριβώς τον λόγο να παραμένουν εδώ και χρόνια δυσπρόσιτες, τρομακτικές και εν πολλοίς άγνωστες...

Κάθε άντρας σκοτώνει αυτό που αγαπάει*

* στίχος από την «Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντινγκ» του Οσκαρ Γουάιλντ που στον «Καυγατζή» τραγουδάει επαναληπτικά η Ζαν Μορό.

Από τον Μάρκο Φράγκο


Η λυσσαλέα δίψα για ζωή του Φασμπίντερ αποτελεί από μόνη της ένα σοκαριστικό τελετουργικό για την ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Οταν στις 10 Ιουνίου του 1982 βρέθηκε νεκρός, το πιστοποιητικό του θανάτου έγραφε ανακοπή, που προκλήθηκε από το φερόμενο ως μοιραίο μείγμα βαρβιτουρικών και κοκαϊνης -απαραίτητο βοήθημα για να ξεπερνάει το πρόβλημα του ύπνου, έτσι ώστε να εξυπηρετεί το βαρύ πρόγραμμα της δουλειάς του.

Η ίδια αυτή δίψα για ζωή και δράση ήταν που έφεραν τον Φασμπίντερ στη θέση του πιο ιδιόρρυθμου, «ακαταχώριστου», «επικίνδυνου» σκηνοθέτη της Ευρώπης. Ο Φασμπίντερ στις ταινίες του αντιμετώπιζε πρώτα τις αδυναμίες των ανθρώπων και μετά τους ίδιους - και γι αυτό αποτελούσε μόνιμη απειλή για διάφορους και διαφορετικούς κάθε φορά εχθρούς. Τη μία έβρισκε απέναντί του τις έξαλλες φεμινίστριες, την άλλη τους ακτιβιστές γκέι, μια άλλη φορά τους «νοικοκυραίους» χριστιανούς και, μια ακόμη, τους εβραίους. Ο Φασμπίντερ αντιμετώπιζε τον άνθρωπο στις ταινίες του, ως το σύνολο των παθών του και όχι ως μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα...%PHOTO5LEFT%

Αυτό που είχε σημασία για τον ίδιο, είχε και για τη Λόλα, τη Λιλί Μαρλέν, τη Βερόνικα Φος, τον Κερέλ, την Πέτρα Φον Καντ, τη Μαρία Μπράουν, τον Αλι, την Εφι Μπριστ, τη Μάρθα: το προσωπικό πάθος του καθένα τους που ξεπερνούσε κάθε άλλη πτυχή της ψυχοσύνθεσής τους. Ο Φασμπίντερ πρόβαλε σε όλους αυτούς τους ήρωες τη δική του αλύτρωτη φύση. Απαισιόδοξος ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα («Τι κι αν ανατέλλει κάθε πρωί, ο ήλιος; Πάντα δύει το βράδυ...») και δαιμονικός στην εξωτερίκευση των ενστίκτων του, πίστευε ότι μόνο με ένα πυροτέχνημα μπορείς να βρεις τη σύντομη ευτυχία, μόνο αν πιέζεις τη ζωή στα άκρα της κάθε φορά, ανακουφίζεσαι από το μόνιμο φόρτο της.%PHOTO12RIGHT%

Πέρα από τη σάτιρα ή την τραγωδία -εξυπηρέτησε και τα δύο με σθεναρή βούληση- ο Φασμπίντερ στις σαράντα μία ταινίες που έφτιαξε μέσα σε μόλις δεκατρία χρόνια, έκανε ενέσεις βίας στους ήρωές του. Τους φόρτιζε με τάσεις και διαθέσεις πέραν του καλού ή του κακού, τους έστηνε στον τοίχο και συχνά τους τσάκιζε ανελέητα. Οι ήρωες του Φασμπίντερ δεν ήταν ευτυχείς ούτε σώοι. Ηταν όμως απελευθερωμένοι από κάθε είδους δεσμά που συνιστούσαν οι απειλές γύρω τους. Δεν δίσταζαν να εκτεθούν και συχνά να φωνάξουν κακόηχα ή ήπια ανάλογα με το ποιόν του καθένα τους, την προσωπική αδυναμία του. Ο Φασμπίντερ ήταν ένας άνθρωπος με ενεργή ομοφυλοφιλική ζωή, ένας άνθρωπος που δε δίστασε να παντρευτεί δύο φορές και μάλιστα τη μια από τις δύο, είχε κουμπάρο τον εραστή του. Ηταν ο δημιουργός που κρατούσε για την προσωπική ζωή του, όλο το δραματικό μεγαλείο μιας performance art και για τις ταινίες του τον στυγερό ρεαλισμό μιας συχνά διεστραμμένης πραγματικότητας. Ο Φασμπίντερ όταν ερωτευόταν -φρόντιζε να βρίσκεται μόνιμα στην επήρεια του έρωτα- χρησιμοποιούσε τον εαυτό του ως όχημα ψυχεδελικής εμπειρίας. Ο έρωτας ήταν το χημικό εκείνο συστατικό που του επέτρεπε να κοιτάζει τολμηρά και γενναία μέσα στους ανθρώπους.

Βέβαια, μέχρι τα τριάντα έξι χρόνια του όλα αυτά. Διότι αν ζούσε σήμερα, το πιθανότερο είναι να ήταν σαμάνος.

Οι τέσσερις εποχές του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

Από τον Μανώλη Κρανάκη

Ο χειμώνας (και η αγάπη που είναι πιο κρύα από τον θάνατο)

Ο Φασμπίντερ, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 60, πίστεψε πως το Νέο Γερμανικό Σινεμά θα γίνει πραγματικότητα και κάτι περισσότερο από μία απλή δήλωση («Το παλιό σινεμά πέθανε. Ζήτω το νέο σινεμά») με τις ευλογίες της γαλλικής νουβέλ βαγκ και μακριά από όσα έπρατταν ερήμην τους ο Αλεξάντερ Κλούγκε, ο Βέρνερ Χέρτζογκ και οι υπόλοιποι πρωτεργάτες του «Μανιφέστου Του Ομπερχάουζεν». Ισως γι αυτό η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Η Αγάπη Είναι Πιο Κρύα Από Το Θάνατο» θυμίζει τόσο πολύ το «Βand Α Ρart» του Ζαν Λικ Γκοντάρ - με την ουσιώδη διαφορά πως ο Γκοντάρ δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ έναν τέτοιο μετά-ρομαντικό τίτλο για την δική του παραλλαγή πάνω στο είδος του κλασικού αμερικανικού γκανγκστερικού σινεμά. Αφιερωμένο στους Κλοντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Ζαν Μαρί Στράουμπ, Λίνιο και Κούντσο (οι δύο τελευταίοι είναι ήρωες της ιταλικής ταινίας του Νταμιάνο Νταμιάνι «Quien Sabe?» του 1966), το «Η Αγάπη Είναι Πιο Κρύα Από Τον Θάνατο» ήταν ένα πρώιμο δείγμα μίας ελευθεριότητας στο ύφος και στη μορφή που θα παγιωνόταν οριστικά στον «Ελληνα Γείτονα» («Κatzelmacher») της ίδιας χρονιάς, με τα πρώτα ψήγματα της διάθεσης του Φασμπίντερ για καταγγελία του ρατσισμού απέναντι στους μετανάστες που διαμόρφωναν τη νέα τάξη πραγμάτων στην μεταπολεμική Γερμανία και θα έπαιρνε μία τροπή σχεδόν ελεγειακή με τον «Αμερικάνο Στρατιώτη» («Der Americanishe Soldat») του 1970. %PHOTO6LEFT%

«Τίποτα δεν αλλάζει ποτέ στη Γερμανία» θα δηλώσει ο άρτι αφιχθείς Αμερικανός στρατιώτης από το Βιετνάμ στην πρώτη του εξόρμηση σε ένα Μόναχο που θυμίζει μία πόλη μοναχική, παγωμένη, καταδικασμένη σε έναν αργό θάνατο. Η εικόνα της σκηνοθέτιδας Μάργκαρετ Φον Τρότα στο ρόλο της υπηρέτριας να αφηγείται την ιστορία ενός μεγάλου έρωτα ανάμεσα σε μία 60άρα και έναν Τούρκο μετανάστη, την ίδια στιγμή που στο φόντο ένας άντρας και μία γυναίκα γυμνοί κάνουν έρωτα, ήταν απλά η πρώτη εικόνα μίας νέας εποχής που θα έφερνε τον Φασμπίντερ στην αναγεννησιακή άνοιξη ενός μπρεχτικού μελοδράματος, όπως αυτό δεν είχε γραφτεί πριν ποτέ.

Η άνοιξη (και ο φόβος που τρώει τα σωθικά)

Για πολλούς είναι το «Warum Luft Herr R. Αmok?» του 1970 που προδίδει τον πραγματικό Φασμπίντερ του βαθιά αιρετικού κοινωνικού μελοδράματος. Η ιστορία ενός συζύγου και πατέρα που θα επιτεθεί σε οτιδήποτε αποτελεί την μικροαστική ζωή του, κοινός ήρωας με τον «Υπηρέτη Των Τεσσάρων Εποχών» («Ηndler Der Vier Jahreszeiten») που το 1971 θα σημαδέψει ανεπανόρθωτα την αντρικό κατάλογο των καταπιεσμένων (κοινωνικά και σεξουαλικά) ανδρών της φιλμογραφίας του Φασμπίντερ. Λίγο πριν «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» («Die Bitteren Tranen Der Petra Von Κant») το 1972 συστήσει την πρώτη αμφισεξουαλική γυναίκα - σταρ που στο πρόσωπο της Μαργκίτ Κάρστενσεν ορίζει ό,τι σήμερα είναι γνωστό ως σύμπαν του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ: ένα πολύχρωμο, μελαγχολικό, εμμονοληπτικό, σεξουαλικά ορμώμενο και κοινωνικά μη αποδεκτό σκηνικό μίας θεατρικής παράστασης που απλά μοιάζει με σινεμά. %PHOTO9RIGHT%

«Το μοναδικό πράγμα που γνωρίζω είναι οι άνθρωποι» θα πει ο Φασμπίντερ αφήνοντας την Πέτρα Φον Καντ να είναι πιο απαισιόδοξη: «Νομίζω πως οι άνθρωποι χρειάζονται ο ένας τον άλλον, έχουν φτιαχτεί με αυτόν τον τρόπο. Αλλά δεν έχουν μάθει να ζουν μαζί». Ακριβώς όπως στην πρώτη σκηνή του «Ο Φόβος Τρώει Τα Σωθικά» («Αngst Essen Seele Αuf») του 1973 που, σε έναν φόρο τιμής στον Μαξ Οφίλς του «Le Ρlaisir», ο Φασμπίντερ θα δηλώσει οριστικά και αμετάκλητα πως «Η ευτυχία δεν είναι πάντα χαρά». Υπογράφοντας με τον μεγάλο έρωτα της 60χρονης Εμι και του 30χρονου Μαροκινού Αλι την σπαρακτική του υπόκλιση στο αμερικανικό μελόδραμα, έτσι όπως το έμαθε από τον «δάσκαλο» του, Ντάγκλας Σερκ, και στέλνοντας το κοσμικό μήνυμα πως ακόμη και αν το σινεμά του δεν ήταν το σπουδαιότερο πράγμα που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στον πλανήτη, ήταν σίγουρα το μοναδικό μέρος που κατάφεραν να βρουν καταφύγιο όλοι οι «ξένοι» (ό,τι και να σημαίνει αυτό) αυτού του κόσμου.

Το καλοκαίρι (και η χρονιά με τα 13 φεγγάρια)

Στον μοναδικό του πρωταγωνιστικό ρόλο σε δική του ταινία, στο «Faustrecht Der Freiheit» (περισσότερο γνωστό ως «Fox And His Friends») του 1975, ο Φασμπίντερ υποδύεται τον Φοξ, έναν γκέι εργάτη που μετά από έναν κερδισμένο λαχνό θα βρεθεί ανυπεράσπιστος στο επίκεντρο της γκέι κοινότητας του Μονάχου. Πρώτος από τους ήρωες μίας ασαφούς χρονικά δεύτερης περιόδου στη φιλμογραφία του, ο Φοξ φέρνει στο σινεμά του Φασμπίντερ την εσωστρέφεια του ίδιου του δημιουργού του που μέχρι και το πρόωρο τέλος του θα βυθιστεί σε μία ακραία απαισιοδοξία στα όρια της αυτοκαταστροφής. Είναι η εποχή που τα ναρκωτικά και το ποτό δεν μειώνουν, αντίθετα αυξάνουν την δημιουργικότητα του αναγκάζοντας τον να επιστρέψει στα τραύματα της παιδικής ηλικίας και στην αναζήτηση μίας εξόδου (κινδύνου) για τα σεξουαλικά και κοινωνικά αδιέξοδα της γενιάς του. Η Ελβίρα (πρώην Ερβιν) της ίσως πιο πικρής ταινίας του («Η Χρονιά Με Τα 13 Φεγγάρια» - «Ιn Einem Jahr Mit 13 Μonden» του 1978) προσωποποιεί ιδανικά το μίσος του Φασμπίντερ προς μία κοινωνία που δεν θα δώσει ποτέ στέγη σε όσους διαφέρουν, χρωματίζοντας τη ζωή της με ξεσπάσματα ωμής βίας και οπερετικής φαντασίωσης. Αφήνοντας τον Φασμπίντερ διάσημο και μόνο να συνεχίζει ακριβώς από εκεί που δεν σταμάτησε ποτέ: «Δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς πως το να υποφέρεις μπορεί να είναι ταυτόχρονα κάτι όμορφο... είναι δύσκολο. Είναι κάτι που μπορείς να καταλάβεις μόνο αν σκάψεις βαθιά μέσα σου». %PHOTO7RIGHT%

Το φθινόπωρο (και ο γάμος της Μαρία Μπράουν)

Την ίδια χρονιά με τα «13 Φεγγάρια», ο Φασμπίντερ θα σκηνοθετούσε την ταινία που για πολλούς παραμένει η καλύτερη του. Ενα καθαρό μελόδραμα, χτισμένο πάνω στην αγαπημένη του πρωταγωνίστρια (Χάνα Σιγκούλα με την οποία συνεργάστηκε σε περισσότερες από 20 ταινίες), ελαφρύ με τον τρόπο που θα το επιχειρούσε το Χόλιγουντ και «βαρύ» με τον τρόπο που ο Φασμπίντερ ήξερε να επιτίθεται σε οποιαδήποτε σύμβαση - αρκεί αυτή να αφορούσε τη χώρα του και την πολύπαθη Ιστορία της. Ο «Γάμος Της Μαρία Μπράουν» («Die Ehe Der Maria Βraun»), ένα (ακόμη) τραγικό δοκίμιο πάνω στην ευτυχία ή καλύτερα, της ψευδαίσθησης της ευτυχίας θα ολοκλήρωνε ιδανικά ένα έργο ζωής που λίγο αργότερα θα ολοκληρωνόταν πρόωρα αλλά με τον ίδιο εντυπωσιακό τρόπο που χτίστηκε για περίπου δύο δεκαετίες. Νίκη πάνω στον θάνατο, ο έρωτας ως μοναδική τροφή επιβίωσης και μία ηρωίδα που περισσότερο από οποιαδήποτε στη γεμάτη γυναικεία μοντέλα φιλμογραφία του Φασμπίντερ θα αποθεωνόταν ως το υπέρτατο μοναχικό πλάσμα κόντρα στην υποκρισία και τη «διαφθορά» του ονείρου. «Προτιμώ να φτιάχνω τα θαύματα παρά να περιμένω να συμβούν», θα πει παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια της, ιδανική αυτουργός όλων των happy end στα οποία ελευθερώθηκε κάθε μικρός ή μεγάλος μύθος γραμμένος και σκηνοθετημένος από τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ.

Και μία ακόμη εποχή (κάπου ανάμεσα στον «Καυγατζή» και την «Αγία πόρνη»)

Λένε πως αν μάθεις τις αγαπημένες ταινίες ενός σκηνοθέτη μπορείς να καταλάβεις τα πάντα. Οχι πως δεν θα μπορούσε κάποιος -λίγο περισσότερο εξοικειωμένος με το έργο του Φασμπίντερ- να φανταστεί πως η δική του λίστα ξεκινάει με τους «Καταραμένους» του Λουκίνο Βισκόντι, διασχίζει την πιο απαστράπτουσα στιγμή του Μαξ Οφίλς («Λόλα Μοντές»), αποτίει φόρο τιμής στο «Σαλό:120 Μέρες Στα Σόδομα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, υποκλίνεται στη σχεδόν εξωτική μελαγχολία του «Τζόνι Γκιτάρ» του Νίκολας Ρέι και καταλήγει στη «Νύχτα Του Κυνηγού» του Τσαρλς Λότον.

Οχι πως ο «Καυγατζής» («Querelle») του 1982 έμοιαζε με τις μπαρόκ φαντασιώσεις του Βισκόντι ή τον αποτρόπαιο κυνισμό του Παζολίνι, αλλά βασισμένος στο ομώνυμο αιρετικό μανιφέστο του Ζαν Ζενέ ( «Ο Καβγατζής Της Βρέστης») έμελλε να κλείσει την ιλιγγιώδη φιλμογραφία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ με μία θριαμβευτική «καύλα» για την όποια έννοια της φαντασίωσης. Πεσιμιστικό αντίο για όλους τους ήρωες που κάποτε βρήκαν στέγη στα μεθυσμένα του σενάρια, ο Κερέλ του Μπραντ Ντέιβις μοιάζει χαμένος μέσα σε μία κατασκευασμένη επιθυμία για ωμό σεξ και ακόμη πιο ωμή επιβίωση. Με τον Φασμπίντερ ήδη κάτοικο ενός δικού του παραδείσου στις παρυφές της Κόλασης.

Φτάνοντας στο Φεστιβάλ της Βενετίας (και ενώ η συλλογή του Φασμπίντερ από βραβεία σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ δεν ικανοποίησαν ποτέ την επιθυμία του για μία Χρυσή Σφαίρα), ο «Καβγατζής» θα έφευγε βλέποντας το Χρυσό Λιοντάρι να πηγαίνει στα χέρια του Βιμ Βέντερς που με την «Κατάσταση Των Πραγμάτων» προσπάθησε να διεκδικήσει μία δεύτερη εποχή για το Νέο Γερμανικό Σινεμά. Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Μαρσέλ Καρνέ, αποσύρθηκε από τη θέση του με την ακόλουθη δήλωση η οποία συνοδεύει ακόμη τις κόπιες του «Καβγατζή» στην ιταλική ενδοχώρα: Θέλω να κάνω μία προσωπική δήλωση. Ενώ βρίσκομαι στη θέση του προέδρου της Επιτροπής, θα ήθελα να εκφράσω την απογοήτευση μου για το ότι δεν μπόρεσα να πείσω τους συναδέλφους μου να τοποθετήσω τον «Καβγατζή» ανάμεσα στους νικητές. Στην πραγματικότητα ήμουν ο μόνος υποστηρικτής της ταινίας. Αλλά σε κάθε περίπτωση σκέφτομαι συνέχεια πως, αν και αντιφατική, η τελευταία ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, είτε το θέλετε είτε όχι, είτε την αγαπάτε είτε την σιχαίνεστε, θα βρει μία μέρα τη θέση της στην Ιστορία του Σινεμά.%PHOTO8LEFT%

Οχι τυχαία, η λίστα του Φασμπίντερ με τις δικές του αγαπημένες ταινίες δεν περιέχει τον «Καβγατζή» και ξεκινώντας αντίστροφα με τον «Εμπορο Των Τεσσάρων Εποχών», διασχίζει τις περισσότερες από τις πιο γνωστές ταινίες του («Ο Φόβος Τρώει Τα Σωθικά», «Ο Γάμος Της Μαρία Μπράουν») και φτάνει στο νούμερο ένα με μία επιλογή που δύσκολα θα μάντευε κανείς. Το «Βeware Of Α Holy Whore» με την ιστορία ενός κινηματογραφικού συνεργείου παγιδευμένου σε ένα ισπανικό θέρετρο που ο Φασμπίντερ γύρισε το 1971 είναι αυτή η ταινία που κάθε δημιουργός κάνει σε κάποια στιγμή στην καριέρα του, αφιερώνοντας την στην ίδια του την τέχνη. Κατώτερο από κάθε άλλη αξιοσημείωτη προσπάθεια (είτε αυτή είναι το «8 » του Φεντερίκο Φελίνι, η «Αμερικάνικη Νύχτα» του Φρανσουα Τριφό, ή η «Περιφρόνηση» του Ζαν Λικ Γκοντάρ), το βλέμμα του Φασμπίντερ πάνω στο ίδιο το σινεμά υπήρξε ωστόσο σαφές. Ιδωμένο ως μία «πόρνη» σε διαρκή αναζήτηση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή που ο μόνος τρόπος να την κερδίσεις είναι να της παραδοθείς ολοκληρωτικά. Και που ακόμη και ως «αγία» οφείλεις να νιώθεις αδιάλειπτα φόβο και δέος απέναντι της. Και να προειδοποιείς συνεχώς για «προσοχή».

Μία ταινία σε 13 επεισόδια και έναν επίλογο

Από τον Μανώλη Κρανάκη

Μπορεί να γελάσετε, αλλά πιστεύω ότι η ζωή μου θα ήταν τελείως διαφορετική αν δεν κουβαλούσα μαζί μου, στην καρδιά, στο δέρμα, στην ψυχή μου το «Βerlin Αlexanderplatz» του Αλφρεντ Ντάμπλιν. Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, 1980

Στην πραγματικότητα, το «Βerlin Αlexanderplatz» δεν διαφέρει σε τίποτα από το υπόλοιπο έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Βασανιστικά λεπτομερές, ανατριχιαστικά σκοτεινό, θρίαμβος του νατουραλισμού και την ίδια στιγμή η αποθέωση του προσωπικού -σχεδόν εξομολόγησης- που αγγίζει διαχρονικά τα όρια του κοσμικού. Το «Βerlin Αlexanderplatz» ξεχωρίζει -δεν διαφέρει- από το υπόλοιπο έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ απλά και μόνο επειδή σε μία έξαρση ματαιοδοξίας αγγίζει με τα 939 λεπτά του τη σχεδόν εμμονοληπτική διάθεση του δημιουργού της να κατορθώσει κάτι τόσο ακατόρθωτο: την κινηματογραφική μεταφορά 600 σελίδων ενός βιβλίου που ανέκαθεν υπήρξε ανεπίσημος οδηγός ολόκληρης της φιλμογραφίας του.

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit το 1980, o Φασμπίντερ έγραφε πως είχε ξεκινήσει να διαβάσει το μυθιστόρημα του Αλφρεντ Ντάμπλιν όταν ήταν ακόμη παιδί και, ενώ σταμάτησε μετά τις πρώτες 100 σελίδες, δεν ξέχασε ποτέ τον κεντρικό ήρωα, κουβαλώντας τον ασυνείδητα ή συνειδητά σε κάθε ανδρικό ρόλο που θα έγραφε από τότε (με πιο έντονη την αναφορά του στον Φραντζ Γουόλς στον «Αμερικάνο Στρατιώτη», στο «Η Αγάπη Είναι Πιο Κρύα Από Το Θάνατο» και στο «Οι Θεοί Της Πανούκλας»). Στα χρόνια που ακολούθησαν θα ξαναδιάβαζε το βιβλίο αμέτρητες φορές, σίγουρος πως κάποια στιγμή θα κατάφερνε να αποκτήσει τα δικαιώματα, πράγμα που συνέβη τελικά το 1979. %PHOTO11RIGHT%

Γραμμένο ακριβώς πενήντα χρόνια πριν, το 1929, το μυθιστόρημα του Ντάμπλιν αφηγείται την ιστορία του Φραντζ Μπάιμπερκοπφ, ενός ανθρώπου που βγαίνοντας από τη φυλακή θα έρθει αντιμέτωπος με τη φτώχεια, την ανεργία, το έγκλημα και την ανερχόμενη δύναμη του ναζισμού της Γερμανίας του 1920. Και αν ο Ντάμπλιν το έγραψε σαν ένα μετά - Τζέιμς Τζόις οδοιπορικό στα χνάρια του «Οδυσσέα» (η όπως πιστεύουν οι ειδικοί στο ύφος του Τζον Ντος Πάσος και του δικού του, «Μanhattan Τransfer»), γεμάτο μονολόγους, γρήγορες εναλλαγές πρόζας και ένα προφητικό σκοτάδι για όσα τραγικά θα συνέβαιναν στην Ιστορία αυτού του κόσμου, ο Φασμπίντερ το σκηνοθετεί σαν ένα θεατρικό παράλογο στα όρια της κωμωδίας η οποία -νομοτελειακά- δεν αργεί ποτέ να καταλήξει στο δράμα. Με το πλεονέκτημα τού να «φωτίζει» το σκοτάδι της Γερμανίας του 20 από την εξίσου σκοτεινή είσοδο της δεκαετίας του 80, ο Φασμπίντερ ακολουθεί τον ήρωα του σε ένα βασανιστικό ταξίδι αυτογνωσίας, διασχίζοντας κάθε πιθανή διαδρομή πικρού απολογισμού μίας ζωής, μίας χώρας...

Χρηματοδοτημένο από τo πρόγραμμα Westdeutscher Rundfunk και σε συμπαραγωγή των εταιρειών Bavaria και της ιταλικής RAI, ο Φασμπίντερ γύρισε τις 15 ώρες και 50 λεπτά του «Βerlin Αlexanderplatz» με συνολικό προϋπολογισμό 13 εκ. μάρκα, από τις 16 Ιουλίου του 1979 μέχρι τις 3 Απριλίου του 1980 και με συνολικά 154 μέρες γυρίσματος για να δει το φθινόπωρο του 1980 τους κριτικούς στην Γερμανία να τον αποθεώνουν και το τηλεοπτικό κοινό να αλλάζει κανάλι. Ανίκανο να αντέξει τις πρώιμα έγχρωμες συσκευές και καταδικασμένο να παίζει σε αδίστακτο «ασπρόμαυρο» (αφού οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είχαν ακόμη αποκτήσει έγχρωμη τηλεόραση) το τεχνικά απαστράπτον έπος του Φασμπίντερ έπεσε θύμα της τεχνολογίας για να δικαιωθεί (και να αποθεωθεί ειδικά από την διάσημη Αμερικανίδα κριτικό, Σούζαν Σόνταγκ) μετά την προβολή του στις αίθουσες της Νέας Υόρκης, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την αμιγώς κινηματογραφική του προέλευση. %PHOTO10RIGHT%

25 χρόνια μετά, αποκαταστημένο από το ίδρυμα Rainer Werner Fassbinder και σχεδόν σε κάθε πιθανή λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, το «Βerlin Αlexanderplatz» μπορεί πια να επιβεβαιώσει σε οποιονδήποτε αυτό που ιδανικά είχε πει ο κριτικός των New York Times το 1983: Χωρίς το «Βerlin Αlexanderplatz», ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ θα ήταν ένας master χωρίς masterpiece. Σε ελεύθερη απόδοση, αν σε κάθε σκηνοθέτη χρεώνεται μία και μόνο ταινία στον «όγκο» του Φασμπίντερ δεν θα μπορούσε παρά να χρεωθεί κάθε ένα από τα 939 λεπτά της ουσιαστικά «μεγαλύτερης» ταινίας που γυρίστηκε ποτέ.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ