Ζει η Νουβέλ Βαγκ; Σύμφωνα με τον Κριστόφ Ονορέ, ζει και βασιλεύει. Αφήνοντας πίσω του την προκλητική διάθεση της προηγούμενης ταινίας του, «Η Μητέρα Μου», ο 37χρονος γάλλος σκηνοθέτης φανερώνει από τα πρώτα λεπτά της «Επιστροφής Στο Παρίσι» τις προθέσεις του.
Στο επίκεντρο της δραματουργίας βρίσκεται μια τυπική γαλλική οικογένεια, η οποία έχει να αντιμετωπίσει την καταθλιπτική διάθεση του μεγάλου αδερφού, την ανευθυνότητα- ανεμελιά του μικρότερου και τον απόηχο μιας μεγάλης απώλειας που συνέβη στο παρελθόν. Ο Ονορέ παίρνει το φαινομενικά συμβατικό σεναριακό υλικό του και ρισκάρει, παραστρατώντας από μια «λογική» κλασσική αφήγηση, βαδίζοντας σε διαφορετικούς δρόμους που φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ καλά. Και αυτοί οι «δρόμοι» είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτοι: τα αναρχικά jump-cut και η αμεσότητα προς τον θεατή του Γκοντάρ, η φλυαρία του Ριβέτ και του Ρομέρ, η απεικόνιση των διαπροσωπικών σχέσεων αλά Τριφό.
Μέσα από την «ιδιαίτερη» κινηματογραφική γλώσσα που υιοθετεί, ο Ονορέ καταφέρνει να δώσει ζωή στα θέματα και στους χαρακτήρες με τα οποία καταπιάνεται. Σε αυτό συμβάλλει και το ταλαντούχο καστ που έχει στη διάθεσή του. Η φυσική μελαγχολία του Ντουρίς ταιριάζει απόλυτα με την ανθρώπινη και down to earth μελέτη πάνω στην «αρρώστια» της κατάθλιψης, ενώ η απεικόνιση της ανέμελης εφηβείας βρίσκει τον τέλειο αντιπρόσωπό της στην παιδική γοητεία του Λουί Γκαρέλ. Ανάμεσα τους, βρίσκεται η συγκινητική μορφή του πατέρα Γκι Μαρσάντ, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ενώσει την οικογένειά του. Παρόλα αυτά όμως, το πρόβλημα του φιλμ έγκειται στην υπερβολική προσπάθεια του σκηνοθέτη να αποδώσει φόρο τιμής στο γαλλικό Νέο Κύμα.
Από τα μελετημένα πλάνα του μέχρι την χρήση τζαζ μουσικής και της γλαφυρής απεικόνισης του Παρισιού, το «Επιστροφή Στο Παρίσι» σου δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα φιλμ από έναν αριστούχο σπουδαστή γαλλικής κινηματογραφικής σχολής. Κάτι σαν μια πραγματεία πάνω στην Νουβέλ Βαγκ. Καλοδεχούμενο το εγχείρημα του Ονορέ, αλλά όχι απόλυτα επιτυχημένο.
ΝΩΝΤΑΣ ΜΕΡΜΙΓΚΗΣ