Ο Εντουαρτ υπάρχει. Είναι αληθινό πρόσωπο. Η πρώτη επιτυχία της Αγγελικής Αντωνίου είναι ότι, αρχικά, αυτό δεν μας ενδιαφέρει καθόλου.
Δεν ψάχνουμε τη δραματουργία «εκεί έξω», δεν τσιτώνει η συνείδηση και δεν διεγείρεται η συγκίνηση γιατί «πρόκειται για αληθινή ιστορία», αλλά γιατί η σκηνοθέτις έχει την ικανότητα, το βλέμμα και την πρόθεση να σκιαγραφήσει έναν αντιήρωα που θα ακολουθούσαμε οικειοθελώς στον εφιάλτη του. Ακόμα κι αν αυτός δεν ήταν ο εφιάλτης της χώρας μας - μιας Ελλάδας που αποτυπώνεται «ποσοτικά» ελάχιστα, αλλά αντικατοπτρίζεται ευκρινέστατα στον φιλμικό καθρέφτη μίας Ευρώπης που αιμορραγεί. Αιμορραγεί από όνειρα ανθρώπων που δεν έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται - ή, τουλάχιστον, με αυτή την κοινωνικοπολιτική στάμπα παίρνουν τη βίζα στη χώρα μας.
Κι εδώ έρχεται η ανατροπή: ο Εντουαρτ δεν είναι ο τυπικός μετανάστης-θύμα των περιστάσεων. Δεν καλούμαστε να συμπονέσουμε έναν αδικημένο. Ούτε συμπορευόμαστε με έναν συμπαθή, γοητευτικό ήρωα του περιθωρίου στο ταξίδι του προς την κάθαρση. Ο Εντουαρτ είναι ένοχος. Υπήρξε πάντα αριβίστας, κλεφτράκος, απατεωνίσκος. Ενα κακομαθημένο αγρίμι που κουβαλάει όμως στο βλέμμα του το νεύρο, την αθωότητα και τη βαθιά πίστη ότι όποια στιγμή θελήσει, μπορεί να αλλάξει. Να ανοίξει τα φτερά του, να μετατρέψει τον «θόρυβο» που συνοδεύει τη ρετσινιά του «ταραξία» σε μουσική- το μεγάλο του όνειρο.
Η Αντωνίου μας παρασύρει στην πορεία του ντοστογιεφσκικού ήρωα προς την προσωπική λύτρωση, εξισορροπώντας ανάμεσα σε αυτές τις αντιφάσεις, οι οποίες όμως κάνουν τον πρωταγωνιστή της άνθρωπο και όχι κινηματογραφικό σχήμα. Οι εικόνες της έχουν δράση, ενέργεια, ειλικρίνεια, αλλά κι έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό στους συμβολισμούς τους (το ποτάμι δίπλα στο πατρικό στην Αλβανία, όπου τα αδέλφια κάνουν όνειρα). Χωρίς να αποφεύγονται εντελώς τα κλισέ (το κομμάτι της ταινίας στις αλβανικές φυλακές ίσως να είναι το πιο τετριμμένο από όλα), ο ρεαλισμός των πλάνων και των συναισθημάτων σώζει την ταινία. Πάνω από όλα, όμως, τη σώζει το μητρικό σχεδόν ενδιαφέρον της δημιουργού: αδέκαστη, αλλά και τρυφερή η ανάσα της, σαν τον λύκο που έρχεται να ξυπνήσει τον ημιθανή Εντουαρτ από την απόγνωση. Και αν δεν μπορεί να του προσφέρει την ευτυχία, του δίνει τουλάχιστον τη γαλήνη.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ