Μια οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει από μια εισβολή εξωγήινων που επιχειρούν να εξολοθρεύσουν το ανθρώπινο είδος και να καταλάβουν τη Γη.
Με το στόμα συχνά ανοιχτό. Γαντζωμένη στην καρέκλα μου. Συνεπαρμένη. Ετσι... απολάμβανα το καινούργιο, ακριβοθώρητο πόνημα του Σπίλμπεργκ από τα πρώτα λεπτά μέχρι περίπου τα μισά της διάρκειάς του. Ισως, επειδή με εξέπληξε ευχάριστα, καθώς ήμουν αρνητικά προδιατεθειμένη εξαιτίας του Terminal, της μετριότατης προηγούμενης δουλειάς του σκηνοθέτη. Ισως, πάλι, επειδή πρόκειται για την πιο τρομακτική ταινία του μετά τα θρυλικά Σαγόνια Του Καρχαρία.
Για να διασκευάσει το ομότιτλο, αρχετυπικό μυθιστόρημα του Χ. Τζ. Γουέλς (που έχει ήδη αφήσει εποχή και ως ραδιοφωνική εκπομπή το 1938 από τον Ορσον Γουέλς και ως φιλμ το 1953 από τον Μπάιρον Χάσκιν), ο διασημότερος Αμερικανός κινηματογραφιστής καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακός και ανθρωποκεντρικός, πιστός στο μυθιστόρημα αλλά και επίκαιρος. Πάντα αποτελεσματικός και ουδέποτε προφανής ή επιδειξιομανής, με αδιανόητη σκηνοθετική άνεση (προσέξτε το μονοπλάνο που καταγράφει την πολιορκία του αυτοκινήτου της οικογένειας Φέριερ από το πανικόβλητο πλήθος) αλλά και εγκράτεια (θα εκπλαγείτε από το πώς παρουσιάζει τη πτώση ενός επιβατικού αεροπλάνου σε κατοικημένη περιοχή), προσφέρει εκλεκτό θέαμα, που λειτουργεί μόνο ως καύσιμο του σασπένς, χωρίς να γίνεται στιγμή αυτοσκοπός. Συνάμα, πατώντας γερά στην πηγαία, θαυματουργή εκφραστικότητα της Φάνινγκ σε συνδυασμό με την ερμηνευτική σιγουριά του Κρουζ και κρατώντας σε μεγάλο βαθμό τις γωνίες λήψης στο ύψος του ανθρώπινου ματιού, αναδεικνύει τις λιγοστές, αλλά ουσιαστικές πινελιές ανθρωπιάς του σεναρίου. Για να σκιαγραφήσει το πορτρέτο μιας γνώριμα δυσλειτουργικής οικογένειας. Να φέρει στην επιφάνεια τις αδυναμίες και τα διλήμματα καθενός από τα μέλη της. Να μας κάνει συμμέτοχους στον αγώνα της για επιβίωση. Από την άλλη, εξασφαλίζει συνετή, μετρημένη χρήση των ειδικών εφέ, που και πιστά μένουν στην κατά τον Γουέλς απεικόνιση των εξωγήινων τρίποδων και σινεφίλ αναφορές κάνουν στο κλασικό φιλμ του 53 (το πλάνο με το χέρι του ετοιμοθάνατου εξωγήινου στο τέλος είναι σχεδόν πανομοιότυπο), και κάθε άλλο παρά ρετρό φαντάζουν. Παρόλο, τέλος, που το εισαγωγικό voice over διαβάζει λέξη προς λέξη (εκτός κάποιων χρονολογικών αλλαγών) την πρώτη παράγραφο του μυθιστορήματος, αυτός ο Πόλεμος αναπνέει αναμφισβήτητα στο σήμερα, καθώς σκηνοθέτης και σεναριογράφοι- εμμέσως πλην σαφώς- ειρωνεύονται την υστερική πλέον ξενοφοβία των Αμερικανών («Ποιοι είναι αυτοί; Οι τρομοκράτες; Από πού έρχονται; Από την Ευρώπη;» ρωτά η μικρή Ρέιτσελ). Ακόμα, δεν φοβούνται να υποστηρίξουν ότι καμία καλή πρόθεση, κανένα αγαθό συναίσθημα δεν μπορεί να υπερνικήσει το πανίσχυρο ένστικτο της αυτοσυντήρησης (γεγονός που φέρνει σε σύγκρουση τον πραγματιστή, αμυντικό Φέριερ με τον ιδεαλιστή, επιθετικό γιο του).
Ωστόσο, αν και οι θαρραλέες σκηνοθετικές και σεναριακές εμπνεύσεις δεν του λείπουν, το δεύτερο μισό του φιλμ προκύπτει σαφώς κατώτερο του πρώτου, αφού οι καλοκουρδισμένοι, επιβλητικοί ρυθμοί της δράσης πέφτουν, χαλαρώνουν, σκοντάφτουν σ' ένα προβλέψιμο φινάλε- κλισέ και στερούν από το σύνολο το χαρακτηρισμό της όχι απαραίτητα καινοτόμου, αλλά σπουδαίας ταινίας του φανταστικού.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ