Το αν ήταν όντως η γνωριμία με μια νεαρή χήρα και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της που οδήγησε τον θεατρικό συγγραφέα Τζέιμς Μπάρι στη δημιουργία ενός φαντασμαγορικού θεατρικού έργου και ενός θρυλικού παραμυθιού με πειρατές -βλέπε «Πίτερ Παν»- δεν χρειάζεται στ αλήθεια να μας απασχολεί. Αλλωστε, η βιογραφία του Μαρκ -Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ- Φόρστερ είναι επιλεκτική και η πρόθεση του σκηνοθέτη σαφής: να υμνήσει τις «θεραπευτικές» ιδιότητες των παραμυθιών, να γιορτάσει τη δύναμή τους να διαμορφώνουν συνειδήσεις και να αλλάζουν στάσεις ζωής. Ωστόσο, όσο ξεκάθαρη αναδεικνύεται η πρόθεση, άλλο τόσο αναποφάσιστος στην υπηρέτησή της αποδεικνύεται ο Φόρστερ. Πάθος ή εγκράτεια; Τρέλα ή ακαδημαϊσμός; Συναίσθημα ή απόσταση; Η αδυναμία του να βρει τις ιδανικές δοσολογίες μπορεί να αναχαιτίζεται από κάποιες πραγματικά εξαιρετικές σεκάνς (η αναπαράσταση του μύθου του ΠΙΤΕΡ ΠΑΝ, οι τελικές συγκινητικές σκηνές στο παγκάκι) και τους καλοσκηνοθετημένους β* ρόλους (αποκάλυψη ο μικρός Φρέντι Χάιμορ), όμως, γίνεται αντιληπτή από το απρόσωπο σύνολο. Η αμερικανική Ακαδημία είχε, βέβαια, διαφορετική γνώμη, μιας και φόρτωσε την ταινία με επτά υποψηφιότητες (κι ένα χρυσό αγαλματάκι για τη μουσική του) για Οσκαρ.
Το αν ήταν όντως η γνωριμία με μια νεαρή χήρα και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της που οδήγησε τον θεατρικό συγγραφέα Τζέιμς Μπάρι στη δημιουργία ενός φαντασμαγορικού θεατρικού έργου και ενός θρυλικού παραμυθιού με πειρατές -βλέπε «Πίτερ Παν»- δεν χρειάζεται στ αλήθεια να μας απασχολεί.