Πολλές ιστορίες αντίξοης ενηλικίωσης σε μεγάλη πόλη μας έχει διηγηθεί το σινεμά. Τόσες πολλές, μάλιστα, που θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος. Τον δρόμο που προηγουμένως πέρασε ο Σκορσέζε, ο Λάρι Κλαρκ και πολλοί άλλοι επιχειρεί τώρα να περπατήσει ο Ντίτο Μοντιέλ στο αξιέπαινο πρώτο φιλμ του. Μόνο που οι δρόμοι τους οποίους διασχίζει ο σκηνοθέτης δεν έχουν βγει από το σενάριο κάποιας ταινίας, αλλά από την ίδια του τη ζωή. Οι φτωχογειτονιές της νεοϋορκέζικης Αστόρια, οι ανήλικοι μικροκακοποιοί, τα αδιέξοδα μιας οριοθετημένης κοινωνικά πραγματικότητας, οι απρόσμενες μικρές τραγωδίες, το ουτοπικό όνειρο της φυγής αποτελούν υπαρκτά βιώματα της εφηβείας του - όπως μπόρεσε να τα χωρέσει σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που υποψιάζομαι πως πρέπει να ήταν εξίσου επώδυνο μα και καθαρτήριο με την ίδια την ταινία.
Τίποτα στο δυνατό ντεμπούτο του Μοντιέλ δεν φαίνεται ψεύτικο. Ολόκληρο το φιλμ μοιάζει να ιδρώνει με τους ήρωές του, να αναπνέει πλάι τους τον αέρα των πιο υποβαθμισμένων συνοικιών της αμερικανικής μητρόπολης, να κυνηγά πρόσωπα και βλέμματα, να αγναντεύει μαζί τους το μέλλον από το παράθυρο κάποιου ασφυκτικού διαμερίσματος. Ως συνέπεια αυτών, ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται την ταινία του όχι αφηγηματικά, αλλά συναισθηματικά. Τον ενδιαφέρει να συλλάβει φευγαλέες στιγμές μέσα στον χρόνο, κομμάτια από εικόνες και ήχους που χάθηκαν στο παρελθόν, συγκεντρώνοντάς τα όλα σε ένα υπαρξιακό μωσαϊκό που αγωνίζεται να ξεχυθεί ολοζώντανο από την οθόνη. Τα καταφέρνει, υπερβαίνοντας κάποιες δομικές επιπολαιότητες, για να φτάσει ως εσένα και να καταγραφεί μέσα σου ως μια εμπειρία. Ενας μικρός κόμπος στο λαιμό. Ενα σύντομο καρδιοχτύπι...
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ