Περισσότερο από το παράδοξο της ηλικίας του σε σχέση με τον δημιουργικό πυρετό των τελευταίων χρόνων, αυτό που κάνει τον 76χρονο Ιστγουντ ίσως τον μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικάνο σκηνοθέτη είναι η βαθιά του πίστη στον κινηματογράφο. Ετσι όπως τον έμαθε, ηθοποιός ακόμη, σε χρόνια ένδοξα για τη βιομηχανία: έναν κινηματογράφο μεγαλειώδη και ταυτόχρονα απλό, ικανό να διηγηθεί σημαντικές ιστορίες και ίσως να αλλάξει τον κόσμο.
Διασχίζοντας τα κινηματογραφικά είδη με τάσεις απογύμνωσης τους από οτιδήποτε τα κρατούσε ως τώρα παγιδευμένα στο κοινό υποσυνείδητο, καταλήγει με τις Σημαίες στην πιο φιλόδοξη στιγμή της καριέρας του ως σκηνοθέτης, για να γυρίσει, πιστός στη θεωρία του δημιουργού, την ίδια ακριβώς ταινία. Αυτή που μιλάει για τους ήρωες και την πραγματική τους ιστορία, πάντοτε διαφορετική από αυτήν που οι άλλοι θέλουν: την πραγματική ιστορία πίσω από την επιστροφή του Μάνι στους Ασυγχώρητους, πίσω από την ομολογία του Ντέιβ στο Σκοτεινό Ποτάμι, πίσω από την «απαγωγή» του Μπουτς στον Τέλειο Κόσμο, πίσω από το μεγάλο όχι της Φραντζέσκα στις Γέφυρες Του Μάντισον, πίσω από την ύστατη θυσία της Μάγκι στο Million Dollar Baby, πίσω από τη βραβευμένη με Πούλιτζερ φωτογραφία των πεζοναυτών που ανυψώνουν την αμερικανική σημαία στην Ιβο Τζίμα.
Με ένα διαρκές flash back στις 35 μέρες που διήρκεσε η σφαγή και με παρόν την εκμετάλλευση των τριών στρατιωτών που επέστρεψαν ζωντανοί για να ανακαλύψουν πως είχαν γίνει ήρωες για τον λάθος λόγο (επειδή σήκωσαν μία σημαία και όχι επειδή πολέμησαν σε μία από τις πιο αιματηρές μάχες), ο Ιστγουντ μεταφέρει τον πόλεμο εκτός πεδίου μάχης. Εκεί όπου ο ήχος από τις οβίδες δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, εκεί όπου η διαδρομή προς έναν πατέρα που περιμένει να μάθει την αλήθεια για τον γιο του μοιάζει δυσκολότερη από την ανάβαση στο μαύρο βουνό της Ιβο Τζίμα, εκεί όπου όσα φωτογράφισαν για πάντα τα μάτια σου δεν έχουν θέση στα πρωτοσέλιδα μίας χώρας που πιστεύει μόνο ό,τι της προσφέρεται σαν θέαμα, εκεί όπου οι πραγματικοί ήρωες δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
Κινηματογραφώντας από ψηλά και με ανοιχτά πλάνα, σχεδόν ασπρόμαυρο τον πόλεμο σαν ένα χάος παραλογισμού, κλείνει σε σπαρακτικά close up τη μάχη που ξεκινάει όταν όλα έχουν τελειώσει και ξεκινάει ο εφιάλτης. Και λίγο πριν γράψει τον συνταρακτικό του επίλογο, έχει ήδη απογυμνώσει ένα ολόκληρο είδος -αυτό της πολεμικής ταινίας- δίνοντάς του επιτέλους τις σωστές διαστάσεις. Αυτές που μπορεί για κάποιους να έχουν γίνει παραπάνω από σαφείς στα 130 λεπτά που έχουν προηγηθεί, αλλά που ο Ιστγουντ θα επιλέξει να εξηγήσει ξανά, ξέροντας πως είναι πολύ περισσότεροι, ειδικά στην εποχή που ζούμε, όσοι θα έκοβαν εισιτήριο για να χειροκροτήσουν τρεις πολυδιαφημισμένους, αν και κατασκευασμένους ήρωες, απλά επειδή έχουν ανάγκη να πιστέψουν σε αυτούς. Προσδοκώνταςνα σώσει πολλούς περισσότερους από μόνο έναν στρατιώτη με το όνομα Ράιαν.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ