Την εποχή που ο πολιτισμός των Αζτέκων οδεύει προς το τέλος του, ένας νεαρός πολεμιστής Μάγια προσπαθεί να ξεφύγει από την άγρια φυλή που τον αιχμαλώτισε και να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Γιατί να δει κανείς το Apocalypto; (Η, πιο σωστά, γιατί να το υποστεί;). Τι έχει να κερδίσει από αυτήν την ταινία; Η απάντηση είναι τίποτε, πέρα από το ότι θα είναι η πρώτη που βλέπει γυρισμένη αποκλειστικώς στην αρχαία διάλεκτο των Γιουκατέκ, και άλλη καούρα δεν είχαμε. Δεν είναι μια ταινία φτιαγμένη για να ψυχαγωγήσει και δεν είναι μια ταινία που προβληματίζει ιδιαίτερα. Είναι όμως μια ταινία με την προοπτική ανάπτυξης των οικολογικών ανησυχιών του δημιουργού της, η οποία αυτο-ακυρώνεται.
Γιατί το μόνο που εισπράττει κανείς παρακολουθώντας αυτό το αδιάκοπο όργιο σφαγιασμένης σάρκας και καταρρακτών αίματος είναι η υστερική οργή, το πυρακτωμένο πάθος και το ανεξάντλητο μίσος ενός σκηνοθέτη που έχει βάλει στόχο ζωής να κάνει τον υπόλοιπο κόσμο κοινωνό των «φαντασμάτων» τα οποία τον καταδιώκουν. Λες και όλοι μας κοιμόμαστε και ξυπνάμε με την αγωνία να μοιραστούμε τους δαίμονες του Μελ Γκίμπσον που τους κάνει ταινίες για να τους ξορκίσει επειδή δεν τα βρήκε με τον ψυχαναλυτή του (κάνοντας τη σινε- ψυχανάλυσή του, βέβαια, ο Γκίμπσον πλουτίζει, αν θυμηθούμε και τα Πάθη Του Χριστού).
Πόνος. Βία. Αίμα. Πόνος. Βία. Αίμα. Κι άλλος πόνος. Κι άλλη βία. Κι άλλο αίμα. Συνέχεια. Ασταμάτητα. Γυμνά σώματα άγριων ανθρώπων παλεύουν με τόξα, τσεκούρια, μαχαίρια, ακόντια. Πέφτουν σε παγίδες καλά κρυμμένες στην άγρια φύση και κομματιάζονται. Σφαδάζουν από τον πόνο. Ξεψυχούν αντικρίζοντας την καρδιά τους να ξεριζώνεται μέσα από το στέρνο, σαν την πατάτα που τη βγάζουν από τη γη. Μια. Δυο. Τρεις. Συνέχεια.
Γιατί; Δεν το ξέρω. Και κανείς άλλος δεν μοιάζει να το ξέρει εκτός από τον ίδιο τον Γκίμπσον. Εντάξει, έχει το ταλέντο του αφηγητή. Ξέρει να την πει την ιστορία. Γνωρίζει πού πρέπει να μπουν οι κάμερες. Εχει και καλό οπερατέρ. Και λοιπόν; Για να γίνει ο πιο γαλαντόμος χασάπης του κινηματογράφου; Το Apocalypto (που μπροστά του το Braveheart είναι επιπέδου Μπομπ Ο Σφουγγαράκης) σου δίνει την εντύπωση ότι ο Γκίμπσον δεν σκηνοθετεί με ντουντούκα αλλά με μπαλτά!
Ανήκω σε αυτούς που δεν δέχονται καν να μπουν στην διαδικασία ανάλυσης της σκέψης του Γκίμπσον, που (στην συγκεκριμένη περίπτωση) καταδικάζουν από το πρώτο πεντάλεπτο την άποψή του, που αρνούνται τον ψυχαναγκασμό στον οποίο σε υποβάλλει, που εξοργίζονται με τον σαδισμό του και πολύ απλά λένε όχι στη χολή του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ