Εθνολογική περιπέτεια που δε μοιάζει σαν κάτι που να έχουμε δει ξανά πρόσφατα, κυρίως λόγω της αμεσότητας που της προσδίδει η τοποθέτησή της στο σήμερα. Η ιστορία είνα συγκλονιστική, με την απόγνωση της φυλής των ντόπιων (απολύτως ρεαλιστικά απεικονισμένοι, μακριά από ανόητα κλισέ) να συνοψίζεται σε ένα μόνο τραγικό στοιχείο: έχοντας χάσει την ελπίδα τους, εκατοντάδες από τους (ελάχιστους) εναπομείναντες έχουν αυτοκτονήσει τα τελευταία 20 χρόνια.
Ο Bechis εστιάζει στη σύγκρουση όσο και τον αμοιβαίο (και μάλλον ανήσυχο) εντυπωσιασμό μεταξύ των δύο διαφορετικών πολιτισμών, που ήρθαν όσο κοντά άντεχαν προτού οδηγηθούν στη βία. Το σχόλιο που επιχειρείται θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα μια θαυμάσια εξερεύνηση του διχασμού της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, όμως πνίγεται σε ένα πυκνό σκηνικό που συνδυάζει με ελαφρώς άτσαλο τρόπο στοιχεία ιστορίας ενηλικίωσης, φαντασίας και (κάπως απλουστευτικού) ανθρωπιστικού μηνύματος χωρίς να μοιάζει βέβαια για το τι είναι αυτό που θέλει τελικά να πει. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται χωρίς την απαραίτητη ισορροπία ώστε η κλιμάκωση να μοιάζει απολύτως κερδισμένη και δικαιολογημένη.
Ομως οι διάλογοι είναι εύστοχα αραιωμένοι αφήνοντας σε πολλά σημεία την εντυπωσιακή εικόνα να μιλήσει, ενώ η ιστορία παραμένει αρκούντως συναρπαστική, δοσμένη με σασπένς και με ρυθμό που παρασέρνει το θεατή καθώς κορυφώνεται αποτελεσματικά προς το οργισμένο φινάλε της.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ιθαγενείς της κεντρικής Βραζιλίας έρχονται αντιμέτωποι με τους σύγροχνους κατοίκους του εδάφους των προγόνων τους μετά από μια αυτοκτονία που θα συνταράξει την κοινότητά τους.