Στα Επτάνησα και συγκεκριμένα τους Παξούς και την Κέρκυρα βρέθηκε η εκπομπή Όπου υπάρχει Ελλάδα τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η Ευλαμπία Ρέβη κράτησε ημερολόγιο και κατέγραψε τις ιδιαίτερες στιγμές του ταξιδιού της με τον Γιώργο Κουρδή και την κάμερα του ΣΚΑΪ.
«Η εβδομάδα που μας πέρασε ήταν για εμάς ένα ταξίδι κατάνυξης, ευγνωμοσύνης και φωτός. Μεγάλη Δευτέρα βρεθήκαμε στους Παξούς. Το νησί μικρό, μα γεμάτο ανάσες παλιές, ελιές που ψιθυρίζουν προσευχές και γιαλούς που ηρεμούν σαν βλέμμα μητέρας. Οι πρώτες καμπάνες του Θείου Πάθους αντηχούν στα στενά του Γάη. Ο αέρας έχει κάτι από ευλάβεια – ή έτσι μας φάνηκε, καθώς ανηφορίζαμε προς την εκκλησία με το σούρουπο. Οι Παξοί δεν κραυγάζουν, ψιθυρίζουν. Και εκεί στην απόλυτη ησυχία της εποχής ξεδιπλώνεται το μεγαλείο τους. Ακριβώς όπως η Μεγάλη Δευτέρα, που δεν προλαβαίνει ακόμη να φωνάξει το βάρος αυτής της εβδομάδας, παρά μόνο αφήνεται στον στοχασμό και στο μυστήριο.
Μεγάλη Τρίτη φτάσαμε στην Κέρκυρα, εκεί που η παράδοση και η πίστη κάνουν λιτανεία μέσα στον ίδιο τον χρόνο. Η Κέρκυρα έχει τον δικό της τρόπο να σε μαγεύει. Περιπλανηθήκαμε στην παλιά της πόλη και νιώσαμε δέος που περπατούσαμε σε μια πόλη ζωντανό μουσείο. Η Κέρκυρα την Μεγάλη Τρίτη μοιάζει να φοράει τα πιο εσωτερικά της ρούχα. Είναι η μέρα της σιωπηλής έντασης, της πνευματικής αναμονής, της πιο βαθιάς ενδοσκόπησης. Στα καντούνια δεν ακούγονται πια μόνο βήματα ή ψίθυροι τουριστών – ακούγονται τα αναστενάγματα της Μεγάλης Εβδομάδας, που κορυφώνεται αργά, σταθερά, σαν θρήνος που ανεβαίνει από τα σπλάχνα της γης.
Τη Μεγάλη Τετάρτη δεν χρειάζεται τίποτα φανταχτερό για να σε κάνει να γονατίσεις μέσα σου. Αρκεί να αφήσεις ουσία της ημέρας να σε διαπεράσει. Είναι η μέρα που τα λόγια λιγοστεύουν, και αφήνεις τα μάτια και την ψυχή να μιλήσουν. Και στο τέλος της, όταν όλα ησυχάσουν, κάπου βαθιά καταλαβαίνεις ότι αυτή η εβδομάδα είναι για να ξαναθυμηθείς ποιος είσαι, ποιον αγαπάς, ποιον έχασες, ποιον συγχώρεσες και ποιος πρέπει να γίνεις. Πριν πέσει η νύχτα, ανάψαμε κι εμείς ένα κερί στο Άγιο Σπυρίδωνα: για τους απόντες, για τους παρόντες, για ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ και για ό,τι συνεχίζουμε ελπίζουμε.
Τη Μεγάλη Πέμπτη στήσαμε το στούντιό μας στο Λιστόν που ήταν γεμάτο από κόσμο από κάθε μέρος της Ελλάδας και από το εξωτερικό. Τα μεγάλα επιβλητικά του φανάρια ήδη είχαν πάρει το μωβ χρώμα και οι πρώτοι μπότηδες είχαν λάβει τη θέση τους στα μπαλκόνια, έτοιμοι να ξορκίσουν το κακό το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Οι καρδιές βαραίνουν – μα όχι από λύπη. Από συγκίνηση. Από αυτή την παράξενη σιγουριά πως κάθε Πάσχα μας δίνεται η ευκαιρία να ξαναγεννηθούμε λιγάκι κι εμείς.
Εκεί, λοιπόν, ανάμεσα σε δυο νησιά, μικρές πολιτείες και μεγάλα συναισθήματα, το Άγιο Φως δεν είχε έρθει ακόμα, κι όμως ήδη το νιώθαμε. Όταν κάθε γωνιά δείχνει να προετοιμάζεται για την κορύφωση του θείου δράματος, όταν κάθε πολίτης είναι μέρος αυτής της διαδικασίας προς την Ανάσταση. Η νύχτα μας έκλεισε απολαμβάνοντας την τελευταία πρόβα της Παλαιάς Φιλαρμονικής με το Adagio του Albinoni. Μια μελωδία που στην Κέρκυρα δεν είναι απλώς μουσική. Είναι η ψυχή της Μεγάλης Παρασκευής. Είναι ο πόνος, η αγάπη, η απώλεια, το μεγαλείο του ανθρώπινου πένθους, όλα σε μια μελωδία.
Ας είναι η Ανάσταση φως για όλους.
Φως για όσους χάσαμε και για όσους περιμένουμε. Φως για τις ψυχές μας και για τον κόσμο, γιατί το σκοτάδι περισσεύει.Και ας το κρατήσουμε καλά μέσα μας αυτό το φως, όπως κρατήσαμε τις στιγμές των ημερών αυτών: με δέος, με αγάπη, με ελπίδα. Χρόνια πολλά!».