Μερικά χρόνια πριν το αποφασιστικό βήμα της «Κραυγής» και το μεγάλο μπαμ της «Περιπέτειας», ο Μικελάντζελο Αντονιόνι κινείται στο πολύ πιο συμβατικό πεδίο του μελοδράματος, και μάλιστα με μια ιστορία που αναπαράγει το κλισέ της αναδυόμενης στάρλετ τη χρυσή εποχή της υπερπαραγωγικής ιταλικής σινε-βιομηχανίας.
Ισως επειδή οι κανόνες του παιχνιδιού τον περιορίζουν, ίσως πάλι επειδή δεν είχε πέσει ακόμα πάνω στη Μόνικα Βίτι, ο Αντονιόνι ακολουθεί την άνοδο και την πτώση της ηρωίδας του με συνέπεια, αλλά χωρίς τη χάρη των αντίστοιχων ταινιών ενός Μάνκιεβιτς («Η Ξυπόλητη Κόμισσα») ή ακόμα και του Βισκόντι («Μπελίσιμα», σε σενάριο επίσης του Σούσο Τσέκι Ντ’Αμίκο). Κι αν στο σύνολό της «Η Κυρία Χωρίς Καμέλιες» δεν είναι μία από τις μεγάλες ταινίες του σινεμά πάνω στο σινεμά ούτε ένα σπουδαίο γυναικείο πορτρέτο, περιέχει ολοφάνερα τα σπέρματα ενός ιδιαίτερου βλέμματος που περιμένει να απελευθερωθεί.
Πίσω από τη μαεστρικά γυρισμένη σκηνή ενός φιλιού στην ταινία-μέσα-στην-ταινία, από τα λεπτεπίλεπτα παιχνίδια με το ντεκόρ ή από τον τρόπο που για λίγα δευτερόλεπτα η αφιλόξενη για την ηρωίδα Τσινετσιτά προαναγγέλλει τα γυμνωμένα τοπία των αριστουργημάτων του, ο Αντονιόνι αφήνει διακριτικά τα ίχνη του. Οταν το έδαφος του μελό αποψιλωθεί, η Κλάρα Μάνι θα γίνει η αντονιονική ηρωίδα που θα περιπλανηθεί στη βραχονησίδα της «Περιπέτειας», στα νεκρά σοκάκια της «Εκλειψης» και στην «Κόκκινη Ερημο».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
Τη στιγμή που αναγνωρίζεται ως το επόμενο μεγάλο αστέρι της ιταλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, η Κλάρα Μάνι ενδίδει στον γάμο με έναν πλούσιο παραγωγό κι έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά από μεγάλα προσωπικά και καλλιτεχνικά διλήμματα