Υστερα από μια σειρά αβάν πρεμιέρ σε διάφορες ελληνικές πόλεις που συνέπεσαν με το «άνοιγμά» της στην Αμερική, η νέα περιπέτεια του Σιλβέστερ Σταλόνε «Οι αναλώσιμοι» ξεκινά σε φουλ πρόγραμμα στις αίθουσες, θερινές και πολυσινεμά. Κι αν οι λέξεις «περιπέτεια» και «Σταλόνε» μέσα στην ίδια πρόταση ηχούν παράδοξα, τώρα που το πάλαι ποτέ αστέρι ταινιών δράσης έχει πατήσει τα 64, να θυμίσουμε απλά τη συνεχιζόμενη αντοχή και επιμονή του στο είδος διά των πολύ πρόσφατων «Ρόκι Μπαλμπόα» και «Τζον Ράμπο», απόπειρες αναβίωσης των πιο επιτυχημένων μύθων της φιλμογραφίας του.
Βοηθάει, βέβαια, σε τούτη την επιμονή και η εικόνα του. Από μακριά μια χαρά και σαν να μην πέρασε μια μέρα, από κοντά στην τσίτα, στην κατάδηλα πεποιημένη - μαλλί βαμμένο μαύρο κατράμι, χείλη ενισχυμένα με κολλαγόνο, φρύδι τραβηγμένο σε σχήμα πετούμενου γλάρου, μπράτσο με φλέβα ανάγλυφη να δονείται στο αναβολικό. Το «φτιάξιμο» κόβει από τον ηθοποιό τουλάχιστον 15 χρόνια και κάνει μάλλον πιστευτή τη χημεία του με τον 40άρη Τζέισον Στέιθαμ, κολλητό φίλο και συνεργάτη του στο φιλμ και νεότερο στο πλαίσιο ενός πρωταγωνιστικού καστ που μονοπωλείται από παλιές δόξες του είδους - από τον Ντολφ Λούντγκρεν που έπαιζε τον αντίπαλό του στο «Ρόκι 4» (1985) μέχρι σε σύντομες εμφανίσεις τους Μπρους Γουίλις και Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ, με τους οποίους, αν και ποτέ προηγούμενα δεν είχε συνεργαστεί στα πλατό, είχε συνεταιριστεί τη δεκαετία του '80 στην ίδρυση της αλυσίδας εστιατορίων Planet Hollywood.
Το σενάριο, με την υπογραφή του ίδιου του Σταλόνε, επίσης σκηνοθέτη της ταινίας, δεν είναι παρά το πρόσχημα για να μαζευτούν όλοι οι παραπάνω (μαζί και οι Τζετ Λι, Μίκι Ρουρκ, Ερικ Ρόμπερτς, Στιβ Οστιν κ.ά.) σε ένα ρεσιτάλ εκρήξεων και ξύλου στα πρότυπα των «μάτσο» περιπετειών που κρατούσαν σε υπερωρίες σινεμά και βιντεοκλάμπ της ριγκανικής δεκαετίας.
Οι Σταλόνε και Στέιθαμ είναι ηγετικά μέλη μιας ομάδας μισθοφόρων που καλούνται από έναν ομιχλώδη τύπο, μάλλον πράκτορα της CIA, να εκθρονίσουν τον δικτάτορα ενός λατινοαμερικανικού νησιού. Πράγματι, κατορθώνουν να αποδεκατίσουν τις δυνάμεις του, όμως ανακαλύπτουν στη συνέχεια πως κάποιος τους πρόδωσε και πως τον δικτάτορα ελέγχει ένας Αμερικανός μεγαλέμπορος ναρκωτικών. Χώρια που ο Μπάρνι (Σταλόνε) θέλει έτσι κι αλλιώς να γυρίσει στο νησί γιατί έχει τσιμπηθεί με την αντάρτισσα κόρη του πολιτικού!
Το «χάρτινο» χιούμορ, οι μονόχνοτοι διάλογοι και η εύκολη προπαγάνδα ευθυγραμμίζονται με τη βίαιη δράση, που κυμαίνεται από αναμετρήσεις σώμα με σώμα μέχρι μαζικές σφαγές «κακών» από μια χούφτα τυπικά υπερηρωικών κομάντο.
Το ότι η δράση αυτή είναι κυρίως σωματική και τα μηχανικά εφέ κυριαρχούν επί των ψηφιακών είναι, θα λέγαμε, προς τιμήν του Σταλόνε, όπως και το ότι στήνει τελικά μια ταινία που πετυχαίνει ακριβώς τον στόχο της - να περάσει στα κιτάπια ως ο απόλυτα νοσταλγικός φόρος τιμής στις ραμποειδείς σπαζοκοκαλιές του '80. Να φταίει ίσως το γεγονός πως δεν συμμετέχω καθόλου σ’ αυτού του τύπου τη νοσταλγία που βρήκα το φιλμ αφόρητα ανιαρό; Πιθανόν οι ορκισμένοι φαν του είδους να το εκτιμήσουν σωστότερα.
26 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Οι Μίκι Ρουρκ και Ερικ Ρόμπερτς, που υποδύονται στους «Αναλώσιμους» έναν πρώην κομάντο κι έναν μεγαλέμπορο ηρωίνης αντίστοιχα, είχαν πρωτοσυναντηθεί επί της οθόνης πριν από 26 χρόνια στην κοινωνική κομεντί «Οι ατσίδες της Νέας Υόρκης» («The pope of Greenwich Village»).
Ρόμπυ Εκσιέλ