Κανονικά, σύμφωνα τουλάχιστον με την πλειοψηφία των τυχερών που ανακάλυψαν το εκρηκτικό «'71» στην παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Γιαν Ντεμάνζ θα έπρεπε να μετρά ως πρώτο του σημαντικό βραβείο τη Χρυσή Άρκτο.
Ήταν τέτοιος ο ομόφωνος ενθουσιασμός και οι έπαινοι για την ταινία του -ΓαλλοΑλγερινού αλλά μεγαλωμένου στη Βρετανία- σκηνοθέτη που μέσα σε λίγες μέρες η άγνωστη ταινία από τη Μεγάλη Βρετανία θεωρούνταν φαβορί για κάποιο μεγάλο βραβείο. Και είναι ενδεικτικό του μομέντουμ που συγκέντρωσε εκείνες τις μέρες που η απουσία της από τα βραβεία του Βερολίνου δεν έβλαψε καθόλου την ξέφρενη πορεία της στα φεστιβάλ και τις κινηματογραφικές αίθουσες παγκοσμίως.
Το εντυπωσιακότερο όλων; Είναι η πρώτη μόλις ταινία του Ντεμάνζ, που ναι μεν έχει συγκεντρώσει χρόνια εμπειρίας στη διαφήμιση και την τηλεόραση αλλά ανέλαβε ένα φοβερά απαιτητικό πρότζεκτ για να ξεκινήσει το ταξίδι του στον κινηματογράφο.
Το τρέιλερ του «'71»
Μπέλφαστ, 1971. Μια ομάδα Βρετανών στρατιωτών καταφθάνει στην πόλη, που φλέγεται από την εμφύλια σύγκρουση Καθολικών και Προτεσταντών. Ολοι γνωρίζουν πως η κατάσταση μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Καθώς ξεσπούν αιματηρά επεισόδια, ένας στρατιώτης αποκόπτεται από τους δικούς του και βρίσκεται στο έλεος των εκατέρωθεν παραστρατιωτικών ομάδων που δρουν ανεξέλεγκτα. Πλέον, η νύχτα που ακολουθεί θα είναι γι' αυτόν ένας ασταμάτητος εφιάλτης, σε μία πόλη-πεδίο μάχης όπου είναι αδύνατο να διακρίνεις συμμάχους από εχθρούς.
Ο σκηνοθέτης μάς είπε ποια ήταν η σκηνή που τον έκανε να θέλει να γυρίσει την ταινία, ποια ήταν η δυσκολότερη σεκάνς σε όλα τα γυρίσματα (και έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε πολλές), γιατί βρίσκει τον Τζακ Ο'Κόνελ εντελώς διαφορετικό από τους ηθοποιούς της ηλικίας του, και πώς ήταν η εμπειρία του Βερολίνου.
Πόσο καιρό ψάχνατε για το σκηνοθετικό σας ντεμπούτο;
Αναζητούσα σενάριο για το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο 7-8 χρόνια στην πραγματικότητα, ή και περισσότερα. Στη σχολή είχα γράψει ένα σενάριο που τοποθετούνταν στην Αλγερία το 1991, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, απλώς έκανα μια ειλικρινή συζήτηση με τον εαυτό μου όταν το τελείωσα και παραδέχθηκα ότι δεν ήταν αρκετά καλό!
Και έτσι συνέχιζα να ψάχνω. Οι περισσότεροι δεν έχουν την ευκαιρία να κάνουν δεύτερη ταινία, οπότε αισθανόμουν ότι έπρεπε να περιμένω.
Επίσης, όταν βγήκα από τη σχολή, υπήρχε κρίση στη βρετανική κινηματογραφική βιομηχανία, οι ανεξάρτητες ταινίες δεν τα πήγαιναν καλά. Η τηλεόραση άνθιζε και αυτό με τράβηξε, εκεί έβρισκα καλύτερα σενάρια. Είχα μερικά πρότζεκτ υπόψη μου αλλά δεν βγήκε τίποτα με αυτά.
Οι παραγωγοί μου μού είπαν για το «'71» και εγώ συμφώνησα να το διαβάσω, ενώ εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν «ωχ...μετά το "Bloody Sunday" και το "Hunger" δεν θέλω να κάνω κάτι στη Βόρειο Ιρλανδία».
Όταν άρχισα να το διαβάζω, όμως, το βρήκα συναρπαστικό - «γεμάτο» γράψιμο, πολύ εικαστικό -κάτι το οποίο είναι σπάνιο- και είδα την ευκαιρία να κάνω μια ταινία που θα ξεπερνούσε την συγκεκριμένη χρονολογία και τοποθεσία, και θα γίνονταν κάτι παγκόσμιο και σχεδόν σύγχρονο. Θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Συρία ή και την Ουκρανία, ακόμη και τον πόλεμο στην Αλγερία.
Ο Τζακ Ο'Κόνελ με τον Γιαν Ντεμάνζ στο Φεστιβάλ Βερολίνου
Υπήρξε μια συγκεκριμένη εικόνα, σκηνή ή χαρακτήρας που σας τράβηξε περισσότερο την πρώτη φορά που διαβάσατε το σενάριο και σας έκανε να αποφασίσετε να γυρίσετε την ιστορία αυτή;
Είχα αρκετές ιδέες για την ιστορία και αλλάξαμε περίπου 45% του σεναρίου στην πορεία, προσθέσαμε τον νεαρότερο αδερφό, αλλάξαμε το τέλος. Αυτό που δεν άλλαξε ποτέ είναι οι σκηνές του πρωταγωνιστή με το μικρό παιδί που συναντά, το οποίο αποφασίζει να τον βοηθήσει να επιστρέψει στο στρατόπεδο.
Υπάρχει μία σκηνή όπου πηγαίνουν σε ένα οδόφραγμα - όταν την διάβασα, ήξερα ότι θα έκανα την ταινία. Δεν είχα ποτέ διαβάσει μια τέτοια σκηνή, ο τρόπος με τον οποίο το παιδί αυτό αντιμετωπίζει και μειώνει τους δύο ενήλικες ήταν καταπληκτικός, ξεκαρδιστικός και μελαγχολικός ταυτόχρονα. Πραγματικά συνέλαβε τον παραλογισμό τού να μεγαλώνουν παιδιά εν μέσω πολέμου.
Η ταινία τοποθετείται σε μια αμφιλεγόμενη στιγμή στην ιστορία της Ιρλανδίας, ακριβώς πριν μια πολύ βίαιη περίοδο στην σύγκρουση, και ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια ενός αουτσάιντερ. Σας προβλημάτισε το γεγονός ότι θα έπρεπε να περπατήσετε μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στις δύο πλευρές, και ίσως να συζητήσετε πολιτικά ζητήματα κατά τη διάρκεια της προώθησης της ταινίας, ή ήταν μια ευπρόσδεκτη πρόκληση, η επίτευξη της ισορροπίας και καθολικότητας;
Ήμουν πολύ προβληματισμένος από την αρχή. Είναι μια ταινία είδους, μια ταινία καταδίωξης, κάτι σαν το «Apocalypto» στο Μπέλφαστ. Η μεγαλύτερη μου ανησυχία ήταν το ότι πήραμε ένα πολύ επώδυνο κομμάτι ιστορίας και κάναμε μία κυνική ταινία είδους, ένα θρίλερ για διασκεδάσει θεατές.
Η ευθύνη μας ήταν να μην αφήσουμε την ταινία να γίνει μόνο αυτό. Δεν διδάσκουμε ιστορία ούτε περνάμε μηνύματα, αλλά δουλέψαμε πολύ στο να δώσουμε ανθρώπινες διαστάσεις σε όλους τους χαρακτήρες, να τους καταλάβουμε και να μπούμε στις γκρίζες περιοχές.
Στις συρράξεις αυτές, τίποτα, πραγματικά τίποτα δεν είναι άσπρο και μαύρο. Στους εμφυλίους συνήθως οι βασικοί παράγοντες είναι ανάμεσα στα 17 και τα 23, νέα παιδιά που επιζούν σε παράλογες καταστάσεις και μαθαίνουν τα όριά τους, και τα όρια της ανθρωπιάς τους, στην πορεία.
Οπότε ναι, ανησυχούσα πολύ, ήταν μεγάλη ευθύνη. Όταν ανέλαβα την ταινία, έκανα μεγάλη έρευνα -γιατί δεν έχω πολλές γνώσεις για την πολιτική- για να μορφωθώ σχετικά.
Το πιο χρήσιμο κομμάτι ήταν όταν πήγα στο Μπέλφαστ και μίλησα με τον κόσμο που είχαν σχέση με τον εμφύλιο, με τις οικογένειες των θυμάτων, και από τις δύο πλευρές.
Και τότε συνειδητοποίησα πόσο νέοι ήταν όλοι οι συμμετέχοντες, παιδιά αλήθεια. Η ταινία δεν παίρνει το μέρος κανενός ούτε κηρύσσει τίποτα.
Γυρίσατε σε πολλές τοποθεσίες κατά τη διάρκεια πολλών εβδομάδων - ήταν αυτή η μεγαλύτερη πρόκληση των γυρισμάτων, η συρραφή των εικόνων αυτών σε ένα συνεχές, ομοιόμορφο όλο; Ή το να χορογραφήσετε και να στήσετε τις δύο εντυπωσιακές σκηνές, από τη μία αυτή της οδομαχίας και του κυνηγητού και από την άλλη εκείνη της παμπ;
Όντως το ότι γυρίσαμε μικρά κομμάτια των σκηνών σε διάφορες τοποθεσίες ήταν φοβερά απαιτητικό, ειδικά τη σκηνή του κυνηγητού μετά την οδομαχία, το οποίο γυρίστηκε σε τρεις διαφορετικές πόλεις. Κάναμε ταινία περιόδου οπότε έπρεπε να αποφύγουμε και τα σημάδια του 21ου αιώνα, λάμπες, κολόνες, δορυφορικούς δίσκους, όλα αυτά.
Αναζητήσαμε τοποθεσίες που να ταιριάζουν οπτικά αλλά ταυτόχρονα να είναι αρκετά απομονωμένες ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτές χωρίς να χρειάζεται να απομακρύνουμε τα σημάδια μας καθημερινά. Θέλαμε να μπορούμε να «ντύσουμε» το σκηνικό για το γύρισμα και να τα αφήνουμε έτσι για όσες μέρες, ή και εβδομάδες, τα χρειαζόμασταν.
Δεν έχουν μείνει πολλά τέτοια σημεία, και άρα χρειάστηκε να μετακινηθούμε πολύ. Ήθελα να φανεί στην οθόνη ότι διανύει μεγάλες αποστάσεις.
Αλλά και η σκηνή πριν, της οδομαχίας, ήταν φοβερά απαιτητική. Τέτοιες σκηνές πραγματικά πετυχαίνουν χάρη στους κομπάρσους. Φτιάξαμε ένα μοντέλο του δρόμου και με τον διευθυντή φωτογραφίας χορογραφήσαμε και κάναμε πρόβες με Lego για να δούμε πού θα ήταν όλος ο κόσμος και πώς θα κινούνταν ο καθένας.
Αρχικά το πώς οι δύο στρατιώτες μένουν πίσω δεν ήταν πολύ πιστευτό, όχι εξαιτίας κάποιας έλλειψης στο σενάριο απαραίτητα, αλλά θέλαμε να κάνουμε σαφές πού ήταν ο καθένας.
Το γυρίσαμε σε τρεις μέρες, 12 ώρες γύρισμα, 1 ώρα διάλειμμα. Φέραμε όλους τους κομπάρσους και την πρώτη μέρα δεν γυρίσαμε καθόλου, οκτώ ώρες χορογραφούσαμε τις κινήσεις του όχλου, μιλούσαμε με τους ανθρώπους και χτίσαμε την σκηνή σιγά-σιγά, σε πραγματικό χρόνο.
Πολλοί από αυτούς δεν είχαν ποτέ βρεθεί σε γύρισμα κινηματογραφικό και δεν καταλάβαιναν το πώς λειτουργεί κάτι τέτοιο, άρα αποφάσισα να μην το σπάσουμε σε μικρά κομμάτια, ένα λεπτό εκεί, ένα λεπτό εδώ. Το χορογραφήσαμε όλο, έτσι το κάναμε πρόβες και έτσι τελικά το γυρίσαμε, απλώς αλλάζαμε οπτικές γωνίες. Έτσι όταν φέρνεις τον Τζακ και το υπόλοιπο βασικό καστ, δεν χρειάζεται να υποδυθούν, απλώς αντιδρούν σε αυτό που συμβαίνει, σε πραγματικό πλήθος.
Ήταν φοβερά δύσκολο να διατηρήσεις την ενέργεια ενός πλήθους 150 ανθρώπων για τρεις μέρες, να τους δίνεις το κίνητρο να συνεχίσουν και να τους οδηγείς. Είσαι όσο δυνατός είναι ο πιο αδύναμος κρίκος και σε αυτήν την σκηνή, αυτός ο κρίκος θα μπορούσε να ήταν ένας μόνος κομπάρσος στην άκρη του πλάνου που κάνει κάτι που δεν σε πείθει.
Και η ενέργεια είναι αμοιβαία: οι κομπάρσοι επιστρέφουν την προσοχή και την αφοσίωσή σου, αντί να σκέφτονται τι θα φάνε το μεσημέρι ή τι υποτίθεται ότι γίνεται στη σκηνή.
Η ταινία σας, μαζί με το «Starred Up», εκτόξευσε την καριέρα του Τζακ Ο'Κόνελ φέτος. Γιατί θεωρήσατε ότι ήταν ο ηθοποιός για το ρόλο αυτό;
Είναι μια φοβερή χρονιά για τον Τζακ! Και δεν έχουμε δει ακόμη το «Unbroken» [της Αντζελίνα Τζολί] αλλά μάλλον θα δούμε και οσκαρική καμπάνια για αυτό.
Τον επέλεξα πριν το «Starred Up», αλλά είχαμε τους ίδιους επενδυτές και, επειδή ήθελε πολύ να κάνει και τις δύο ταινίες, προσαρμόσαμε και οι δύο τα προγράμματά μας για να χωρέσει και τα δύο πρότζεκτ. Αλλά αυτό σημαίνε ότι είχε μόνο δύο εβδομάδες ανάμεσα στα δύο άρα ήταν εξαντλημένος όταν ήρθε σε εμάς, το οποίο μας βόλευε!
Ήξερα ότι τον ήθελα αμέσως μόλις τον συνάντησα. Του είπα να πάρουμε καφέ και μου είπε, όχι, ας πάρουμε μπίρα! Και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον αυτό, είναι σαν να έχει φτιαχτεί από άλλα υλικά. Δεν είναι σαν άλλα παιδιά της ηλικίας του, έχει μια παραδοσιακή αρρενωπότητα που δεν βρίσκεις εύκολα. Δεν είναι μάτσο, ούτε alpha male συμπεριφορά, είναι μια συγκεκριμένη ευαισθησία που εκπέμπει.
Επίσης, έχει ζήσει πόνο στη ζωή του, έχει χάσει τον πατέρα του και είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία. Και έχει πρόσβαση σε αυτά, δεν είναι σαν απόφοιτος δραματικής σχολής που να μένει στην επιφάνεια, είναι αυθεντικό με τον Τζακ. Μεγάλωσε θέλοντας να γίνει στρατιώτης ή ποδοσφαιριστής, έγινε ηθοποιός τυχαία. Τώρα είναι αρκετά έμπειρος αλλά έχει τις αυθεντικές εμπειρίες ζωής από τις οποίες μπορεί να πάρει υλικό.
Είναι εξάλλου θαρραλέος και καθόλου ματαιόδοξος, και καταλαβαίνει το σινεμά πηγαία. Κρατά τις σιωπές, κρατά την κάμερα και μπορεί να επικοινωνήσει χωρίς λέξεις. Νοιάζεσαι για αυτόν με φυσικό τρόπο.
Κάνατε πολλές πρόβες και προετοιμασία πριν το γύρισμα, ή προτιμήσατε να κρατήσετε τα πράγματα όσο αυθόρμητα ήταν δυνατό;
Δεν κάναμε πρόβες, όχι. Μιλάω πολύ με τους ηθοποιούς πριν φτάσουμε στο γύρισμα, ακούω τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους. Δεν έχω κάποια μεθοδολογία την οποία επιβάλλω στους ηθοποιούς μου. Αν κάποιος θέλει να κάνει πρόβα, τότε κάνουμε πρόβα, αν όχι, τότε δεν κάνουμε.
Εγώ προτιμώ να μην κάνω - θέλω να ξέρω περίπου τι θα κάνουν, να έχω μια ιδέα, αλλά δεν θέλω να έχω εικόνα της τελικής ερμηνείας από την αρχή. Αν τον προσέλαβα, είναι επειδή ξέρω ότι μπορούμε να φτάσουμε εκεί όταν χρειαστεί να το κάνουμε.
Χρησιμοποιώ τον χρόνο πριν το γύρισμα για να μάθω τους ηθοποιούς, να μάθω τα κουμπιά τους και πώς είναι, έτσι ώστε να μπορώ να τους χειραγωγήσω και να τους οδηγήσω αργότερα.
Για έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, το Φεστιβάλ του Βερολίνου θα έπρεπε να ήταν μια αρκετά έντονη εμπειρία - πώς ήταν οι εβδομάδες πριν από την παγκόσμια πρεμιέρα; Πώς βλέπετε τους γύρους της ταινίας στα φεστιβάλ και την προώθησή της; Συγχαρητήρια για την βράβευση της ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας!
Ευχαριστώ πολύ! Είμαι τόσο απογοητευμένος που δεν μπόρεσα να είμαι στην Αθήνα όταν κερδίσαμε. Ήταν το πρώτο βραβείο που κέρδισα στη ζωή μου, ένα κανονικό βραβείο, και ήμουν στη Νέα Υόρκη, στο φεστιβάλ εκεί!
Ήταν φοβερό το συναίσθημα όταν μας είπαν ότι είχαμε μια θέση στο Βερολίνο. Και μετά τίποτα δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για τις αντιδράσεις, τις συναντήσεις, τον τόσο κόσμο, παραγωγοί, ατζέντηδες, παράγοντες.
Ήμουν σαν παιδί σε έναν ανοικτό μπουφέ που φοβάται ότι από στιγμή σε στιγμή θα το πετάξουν έξω, ήθελα να τους γνωρίσω όλους, να μιλήσω με όλους, να τα δω όλα... μετά από οκτώ μέρες, έπεσα στο κρεβάτι άρρωστος από την εξάντληση!
Ένα χρόνο πριν, δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε την ταινία πουθενά, κανείς δεν ήθελε να κάνει συνάντηση μαζί μας για μια ταινία που δεν ήταν εμπορική. Και την επόμενη μέρα της προβολής μιλούσα με δημοσιογράφους από όλον τον κόσμο και είχαμε πάμπολλες προσφορές να πουλήσουμε την ταινία παντού.
Και αυτός ήταν ο στόχος μας: να βγούμε από τα σύνορα της Μεγάλης Βρετανίας. Όλοι το έβλεπαν σαν καλό σινεμά, και όχι μια τοπική πολιτική ταινία.
Η ζωή μου άλλαξε τελείως από το Βερολίνο και έπειτα, έχω ταξιδέψει πολύ, έχω γνωρίσει μερικούς από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες -και τον πιο αγαπημένο μου σκηνοθέτη, τον Ζαν Οντιάρ- και περνώ χρόνο μαζί τους. Είμαι ακόμη ένας σινεφίλ στο βάθος, και ζω το όνειρό μου!