Κανείς δεν είχε δικαίωμα να περιμένει τίποτα ιδιαίτερο από την κινηματογραφική ιστορία των παιχνιδιών Lego, και κανείς δεν το έκανε στην πραγματικότητα. Κι όμως, η ταινία είναι ένα μικρό θαύμα, ισορροπώντας τέλεια ανάμεσα στην σάτιρα και τον φόρο τιμής, την πρωτότυπη ιστορία και τα γνώριμα συστατικά της, για να καταλήξει ένας ειλικρινής, γεμάτος πνευματώδεις στιγμές ύμνος στην δημιουργικότητα και τη φαντασία.
Είναι μια ταινία που απαιτεί την προσοχή σου ανά πάσα στιγμή, όχι τόσο επειδή είναι δύσκολο να ακολουθήσει κανείς την πλοκή (δεν είναι - αν και έχει κάποιες αναπάντεχες τροπές), αλλά επειδή είναι λειτουργεί ταυτόχρονα ως νέα ιστορία, ως κλείσιμο του ματιού στη nerd κουλτούρα, ως αποδόμηση κάποιων στερεότυπων στα σύγχρονα μπλοκμπάστερ αλλά και ως μία πολύ πιο φιλόδοξη και περίπλοκη εκδοχή των παιχνιδιών που παίζαμε μικροί, τα οποία ανακάτευαν αστροναύτες και καουμπόηδες, τον Σούπερμαν και το Star Wars, τη θάλασσα με την έρημο.
Ο κύριος πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο καλόκαρδος, μονίμως ευδιάθετος αλλά εντελώς 'κανονικός' Έμετ, που ζει σε έναν κόσμο καλά οργανωμένο και στην εντέλεια προγραμματισμένο. Επικεφαλής του κόσμου είναι ο Lord Business, ένας αυστηρός και αμείλικτος ηγέτης που τα έχει βάλει με την δημιουργικότητα και την φαντασία, λόγω του χάους και της αταξίας που αυτές μπορούν να φέρουν, και απαιτεί όλοι να ακολουθούν τις οδηγίες.
Μετά από μία παρεξήγηση (πάντα υπάρχει μία παρεξήγηση), ο, μέχρι πρότινος εντελώς χαρούμενος με την φιλήσυχη και νομοταγή του ύπαρξη, Έμετ βρίσκεται ξαφνικά περιτριγυρισμένος από τους λίγους επαναστάτες, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Έμετ, ως ο «Ξεχωριστός» της προφητείας που περίμεναν καιρό, θα βρει τρόπο να τους σώσει. Φυσικά ο Έμετ φαίνεται ως ο τελείως λάθος άνθρωπος, ώσπου συνειδητοποιεί ότι μπορεί, με τον τρόπο του, να βοηθήσει.
Οι σκηνοθέτες Φιλ Λορντ και Κρίστοφερ Μίλερ (που ανέλαβαν και έφεραν εις πέρας αξιοπρεπέστατα παρόμοιες επικίνδυνες/αδύνατες αποστολές με τα «Βρέχει Κεφτέδες» και «21 Jump Street») αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το κοφτερό μυαλό και το αλάνθαστο ένστικτό τους όσον αφορά τις ιστορίες και τους χαρακτήρες τους, και είναι πραγματικά απολαυστικό να τους βλέπεις να αφήνουν πίσω κάθε περιορισμό, και να πειραματίζονται χαρωπά με εμπνευσμένα - και μερικές φορές εντελώς περίεργα - οπτικά και λεκτικά γκαγκ.
Η εξυπνότερη επιλογή τους είναι αυτή στην ρίζα της ταινίας τους: η ταινία «Lego» χρησιμοποιεί με ιδιοφυή τρόπο την έννοια του παιχνιδιού και της ευφάνταστης κατασκευής, και χτίζει την ιστορία και τους χαρακτήρες της έχοντας στο μυαλό της ένα παιδί που παίζει και το πώς αυτό σχημάτιζε την ιστορία - δηλαδή χωρίς περιορισμούς ή κανόνες.
Η ιδέα αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις κενές από φαντασία και όρεξη παρόμοιες προσπάθειες κινηματογραφικής μεταφοράς σειράς παιχνιδιών («Transformers», «Battleship» και «G.I. Joe», για να μην μιλήσουμε για τη φρίκη που είναι οι ταινίες «Μπάρμπι»), απόπειρες που αγνοούν την καταγωγή τους και αντιγράφουν πεζά ταινίες δράσης ή/και τα παραμύθια.
Δίπλα στη φοβερή αυτή δουλειά στο σενάριο και την σκηνοθετική προσέγγιση, το animation παίρνει δεύτερη θέση, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και εκεί δεν έχει σημειωθεί δουλειά με μεράκι και τέχνη - με την απόφασή τους να σεβαστούν την άκαμπτη όψη και τις λειτουργίες των Lego, οι συντελεστές αγγίζουν σε κάποιες στιγμές μια σουρεαλιστική αλλά πλήρως αναγνωρίσιμη ομορφιά, έχοντας και κάτι από τον αέρα του stop-motion.