Τα «Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» μάς μεταφέρουν πίσω στην Αθήνα του 1962 για να μας συστήσουν τον Τσέστερ (Βίγκο Μόρτενσεν) ένα κομψό μεσήλικα Αμερικάνο που, μαζί με τη γοητευτική γυναίκα του, Κολέτ (Κίρστεν Ντανστ), περνούν ανέμελα τις διακοπές τους στην ελληνική πρωτεύουσα.
Μετά από μια επίσκεψη στην Ακρόπολη το ζευγάρι γνωρίζει τον Ράινταλ (Όσκαρ Άιζακ), έναν επίσης αμερικάνικης υπηκοότητας ξεναγό, ο οποίος, δελεασμένος από την ομορφιά της Κολέτ και την οικονομική επιφάνεια του Τσέστερ, αποφασίζει να τους προσεγγίσει.
Το ίδιο βράδυ ο Ράινταλ βοηθάει τον Τσέστερ να μεταφέρει το σώμα ενός αναίσθητου άνδρα που ισχυρίζεται πως του επιτέθηκε, χωρίς να γνωρίζει όμως ολόκληρη την αλήθεια.
Καθώς τα διαβατήρια του Τσέστερ και της Κολέτ βρίσκονται δεσμευμένα στο ξενοδοχείο, ο Ράινταλ προθυμοποιείται να τους συνοδεύσει μέχρι την Κρήτη ώσπου να εκδοθούν πλαστά διαβατήρια για να διαφύγουν στην πατρίδα τους.
Εκτός όμως από τα απρόοπτα του ταξιδιού, το σχέδιο υποσκάπτεται και από την ασυγκράτητη ζήλια που νιώθει ο Τσέστερ για το νεαρό Ράινταλ με αποτέλεσμα τα τραγικά γεγονότα που ακολουθούν να οδηγήσουν τελικά σε ένα δραματικό φινάλε που εκτυλίσσεται στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
Στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, ο Χοσεΐν Αμινί –γνωστός ως σεναριογράφος του «Drive» του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν- μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την ιστορία που περιγράφουν οι σελίδες του ομώνυμου μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ, της διάσημης Αμερικανίδας που έβαλε την υπογραφή της σε μπεστ σέλερ όπως «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» και το «Ξένοι στο Τρένο».
Γυρισμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στην Ελλάδα, το «Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» εκμεταλλεύεται την ομορφιά του τοπίου και πλαισιώνει την ιστορία και τους ήρωες με ένα ιδανικό φόντο μακριά από καρτποσταλικές υπερβολές και ένα τουριστικού τύπου λανσάρισμα.
Δυστυχώς όμως, η ισορροπία που κρατάει ο Αμινί στο αισθητικό κομμάτι δεν χαρακτηρίζει και το κυρίως σώμα μιας ταινίας που αδυνατεί να δώσει το δικό της, προσωπικό στίγμα.
Έτσι, καθώς οι ήρωες του Αμινί περιπλανώνται στην Ελλάδα των 60s, ο θεατής πασχίζει να αντιληφθεί αν στ’ αλήθεια παρακολουθεί μια αστυνομική περιπέτεια, ένα ερωτικό δράμα ή μια ρετρό ταινία δρόμου.
Φυσικά, αν και οι παραπάνω ετερόκλητες αναφορές θα μπορούσαν να είχαν συνδυαστεί αρμονικά προς μια κοινή κατεύθυνση, οι χαρακτήρες που συνθέτει ο Ιρανοβρετανός σκηνοθέτης είναι περισσότερο ασυνεπείς παρά ελκυστικοί.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το φιλμ να ακολουθεί μια επίπεδη και χωρίς κορυφώσεις αφηγηματική πορεία που αδυνατεί να υποστηρίξει ακόμη και τον βασικό συμβολισμό που πηγάζει απ’ τον τίτλο του φιλμ και που όφειλε να αντικατοπτρίζεται στην σχέση των δύο πρωταγωνιστών (το «Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» συνιστά αναφορά στον διπρόσωπο θεό Ιανό).
Στα θετικά οφείλει να προσμετρήσει κανείς την παρουσία των Ελλήνων ηθοποιών (Σωκράτης Αλαφούζος, Όµηρος Πουλάκης, Ευγενία Δηµητροπούλου, Προμηθέας Αλειφερόπουλος) που στέκονται επάξια στο πλευρό των διάσημων συναδέλφων τους, συνθέτοντας συνολικά ένα στιβαρό καστ που σε αρκετά σημεία κρατάει την ταινία σε αξιοπρεπή επίπεδα.