Η Μαρία (Μαρία Σκουλά) είναι μητέρα δύο παιδιών, εγκλωβισμένη σε ένα γάμο με τον ευκατάστατο άντρα της (Ερρίκος Λίτσης). Ο Λουκάς (Μάκης Παπαδημητρίου), από την άλλη, ένας άνεργος που τον κυνηγούν τα χρέη και μένει με την άρρωστη μητέρα του. Οι δυο τους αποφασίζουν ξαφνικά να φύγουν από τα σπίτια τους, περνώντας χρόνο σε μια Αθήνα όπου, για άγνωστο λόγο, ο ένας μετά τον άλλο οι κάτοικοι αρχίζουν να την εγκαταλείπουν τρέχοντας.
Ξεκινώντας με ένα ειρωνικό διαφημιστικό όπου εκθειάζει την αναπτυξιακή πορεία της Αθήνας του χθες, το ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους του Δημήτρη Μπαβέλλα παραθέτει ένα σχεδόν σουρεαλιστικό πορτρέτο μιας πόλης σε πλήρη εγκατάλειψη και αποσύνθεση.
Η Αθήνα του «Runaway Day» είναι ένα βυθιζόμενο καράβι όπου οι κάτοικοι-ποντίκια την εγκαταλείπουν άρον-άρον. Ταυτόχρονα, είναι έρημη και εκτυφλωτικά ηλιόλουστη, σα να πρόκειται για Δεκαπενταύγουστο ή για σκηνικό Αποκάλυψης παρμένο από τη στιγμή μιας πυρηνικής έκρηξης, ενώ βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τα αδιέξοδα που βιώνουν οι πολίτες της στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Με κάδρο αυστηρά ασπρόμαυρο, γυρισμένο σε 16άρι φιλμ και αντλώντας έμπνευση από τα b-movies φιλμ φαντασίας και μετα-αποκαλυπτικού τρόμου του ’60 και του ’70, το «Runaway Day» εξιστορεί με χαλαρό κι ενίοτε υπαινικτικό τρόπο την ενστικτώδη, υπαρξιακή επανεκκίνηση των δύο βασικών ηρώων αλλά και των περισσότερων χαρακτήρων που κινούνται στο φόντο της πλοκής.
Στις παράλληλες ιστορίες που εξελίσσονται, ένας μυστηριώδης άντρας αναζητά επίμονα τον Λουκά. Το ίδιο ισχύει και για τη Μαρία, τα ίχνη στης οποίας βρίσκονται δύο αστυνομικοί. Οι δύο φυγάδες επιδίδονται σε διάφορες μικρές παρανομίες, την ώρα όπου η υστερική φιγούρα του τηλεπαρουσιαστή (Χρήστος Στέργιογλου) αγωνιά για την έκταση του φαινομένου των μαζικών εξαφανίσεων, εγκαλώντας τους φυλλοροούντες τηλεθεατές του να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Το «Runaway Day» φλερτάρει επίμονα με το στυλ των πενιχρών σε μπάτζετ ταινιών φαντασίας και τρόμου περασμένων δεκαετιών, χωρίς να επιλέγει ποτέ το δρόμο της ταινίας είδους. Ταυτόχρονα, φορά εμφανώς το μανδύα του κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού που βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας, ενώ διακρίνει στο αστικό σύμπαν του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου την πηγή των αδιεξόδων του Νεοέλληνα, κάτι που φροντίζει να υπογραμμίζει, συχνά με εξόφθαλμους συμβολισμούς.
Άνθρωποι που σπάνε τα αστικά άλατα και αρχίζουν να ξαναζούν αναγεννημένοι τους δρόμους της πόλης, συνθέτουν μια εικόνα που μιλά από μόνη της. Το ίδιο ισχύει για τον τηλεπαρουσιαστή-καρικατούρα που μάταια ξελαρυγγιάζεται μπας και κρατήσει τα πρόβατα μέσα στο σαλόνι-μαντρί, αλλά και τον άνδρα που πετά τα ρούχα του στη φύση, λίγο προτού να τρέξει γυμνός κι απαλλαγμένος από τα τελευταία του αστικά προσχήματα.
Υπερφορτισμένο, ίσως, από τα καταιγιστικά ερεθίσματα της σύγχρονης, συχνά εξοργιστικής ελληνικής πραγματικότητας, το «Runaway Day» δυσκολεύεται χαρακτηριστικά να αναπτύξει την προβληματική του πέραν μίας σειράς δυνατών μετα-αποκαλυπτικών εικόνων, οι οποίες ωστόσο καταφέρνουν να αναδείξουν την πόλη σε ανέλπιστο πρωταγωνιστή της ιστορίας έναντι των κατά κανόνα μονοδιάστατων βασικών χαρακτήρων της.
Ας σημειωθεί πάντως πως το μοτίβο της «κακής» πόλης που φυλακίζει την ανθρώπινη υπόσταση κρατά από παλιά, πολύ πριν τον ερχομό της κρίσης, από τότε που τη δεκαετία του ’80 τα παιδιά έγραφαν σχολικές εκθέσεις για την «επάρατη» αστυφιλία. Υπό αυτό το πρίσμα, το «Runaway Day», μπορεί να ιδωθεί και ως το αδιαμόρφωτο παιδί που γέννησαν τα βαθιά ριζωμένα κλισέ του χθες, μαζί με τον θυμό, την απελπισία και την απομόνωση που βιώνει σήμερα ο πολίτης τούτης της χώρας.