Η δεκαετή απουσία του από τη σκηνοθεσία, εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του που στο μεταξύ τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι, λαμβάνει τέλος για τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με το «Εγώ κι Εσύ», την πρώτη του αμιγώς ιταλική ταινία ύστερα από τριάντα χρόνια. Έπειτα από τους φανταχτερούς «Ονειροπόλους» (2003), ο πολυβραβευμένος ιταλός δημιουργός επιστρέφει με μία διπλή ιστορία ενηλικίωσης, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του γνωστού συγγραφέα Νικολό Αμανίτι.
Ο Λορέντζο (Τζάκοπο Όλμο Αντινόρι) είναι ένας μοναχικός έφηβος που αδυνατεί να βρει δίαυλο επικοινωνίας με τον σχολικό και τον οικογενειακό του περίγυρο. Εκμεταλλευόμενος μία σχολική εκδρομή, πείθει τη μητέρα του πως θα ακολουθήσει τους συμμαθητές του στα βουνά για σκι, αντ’ αυτού όμως κλείνεται κρυφά στο υπόγειο της πολυκατοικίας του.
Εκεί, μόνος για μια εβδομάδα, έχει τη δυνατότητα να αναζητήσει την ελευθερία όπως ακριβώς την ονειρεύεται, μακριά από όλους και απ’ όλα. Μόνο που ο απρόσμενος ερχομός της Ολίβια (Τέα Φάλκο), της ετεροθαλούς αδερφής του, και η αναγκαστική συμβίωσή τους στο υπόγειο, τους φέρνει απέναντι σε όσα από καιρό απέφευγαν να αντιμετωπίσουν.
Τα οικογενειακά και προσωπικά τραύματα που κουβαλούν οι δύο ήρωες του «Εγώ κι Εσύ» φωτίζονται διακριτικά και συχνά υπαινικτικά σε ένα φιλμ που επαναφέρει δύο αγαπημένες θεματικές της φιλμογραφίας του Μπερτολούτσι.
Από τη μία είναι η επίπονη διαδικασία της ενηλικίωσης (βλέπε «Κλεμμένη Ομορφιά» και «Οι Ονειροπόλοι») και από την άλλοι οι ήρωες που χωροταξικά και ψυχολογικά βρίσκονται σε καθεστώς απομόνωσης (όπως το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι»).
Όπως συνέβη και στους «Ονειροπόλους» με το διαμέρισμα, έτσι κι εδώ το σκηνικό εντός του οποίου ξετυλίγεται η ιστορία αποκτά διαστάσεις πρωταγωνιστικού ρόλου. Ο χώρος του υπογείου έρχεται να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως κάτοπτρο, ως μνήμη και ως αγκαλιά. Εντός αυτού, τα δύο αδέρφια προσπαθούν να αντικρύσουν για πρώτη φορά ένα σημαντικό κομμάτι της αλήθειας τους και του παρελθόντος τους, την ώρα που απεγκλωβίζονται σταδιακά από τη μοναξιά τους μέσα στην ασφάλειά αυτού του στενού προσωπικού τους χώρου.
Παρά το γεγονός πως στο «Εγώ κι Εσύ» παραμένει εμφανής ως ένα βαθμό η μαστοριά του Μπερτολούτσι, η ματιά του πια μοιάζει να έχει γίνει λιγότερο διεισδυτική και αιχμηρή. Εκεί που κάποτε οι εικόνες του σόκαραν με την οξύτητα και την αμεσότητά τους, σήμερα φαντάζουν επιφανειακές κι αδύναμες να εκπλήξουν, παρότι διατηρούν ακόμα κάτι από τη μαγική επίδραση των λεπτών υπαινιγμών που ανέκαθεν χαρακτήριζαν τις ταινίες του.
Η ικανότητά του να εκμαιεύει αξιόλογες ερμηνείες ακόμα και από νεαρούς πρωταγωνιστές παραμένει, ωστόσο φαίνεται πως, αρχής γενομένης από τους «Ονειροπόλους», παγιώνεται πια μία μάλλον αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και τα διάφορα αδιέξοδα της νεότητας τα οποία προσπαθεί να προσεγγίσει και πάλι στη νέα του ταινία.
Πλέον, μοιάζει σαν να παρατηρεί τους νεαρούς ήρωές του με το δέος και το θαυμασμό ενός υπερήλικα που τρέφει βαθύ σεβασμό και διατηρεί μία εξωραϊσμένη οπτική απέναντι σε αυτό που λέμε «νιάτα», ακόμα κι όταν αυτά κουβαλούν μέσα τους αφόρητο πόνο και μπόλικο σκοτάδι. Και, παρότι αυτό το σκοτάδι των δύο ηρώων του ο Μπερτολούτσι εξακολουθεί να το αγκαλιάζει υποβλητικά σε οπτικό επίπεδο, το ίδιο το ζητούμενο δείχνει να του διαφεύγει.