Hannah Arendt

12.05.2013
Το συναρπαστικό ιδεολογικά θέμα και οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν - οι ιδέες της Άρεντ, τόσο τολμηρές στην περιφρόνηση των ευρέως αποδεκτών αντιλήψεων, τόσο ριζοσπαστικές και αυθεντικές, άξιζαν μια καλύτερη ταινία από αυτή.

Όταν η φιλόσοφος και πανεπιστημιακή καθηγήτρια Χάνα Άρεντ διατύπωσε τις απόψεις της σχετικά με το Ολοκαύτωμα με αφορμή τη Δίκη Άιχμαν, και μίλησε για πρώτη φορά για την «κοινοτοπία του κακού», ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιμος για αυτές. Η ιδέα της εξάλλου ότι πίσω από εγκληματίες όπως ο Ναζί Άιχμαν (ο οποίος είχε αναλάβει την οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης) δεν κρύβονταν μια συνεπής ιδεολογική στάση, αλλά μια ανικανότητα να σκεφτούν για τον εαυτό τους και μια τάση να ακολουθούν διαταγές χωρίς σκέψη, ήταν άκρως προκλητική για το κοινό αίσθημα που ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από τις φρικιαστικές περιπτώσεις που είχαν αποκαλυφθεί μερικά χρόνια πριν. Η Άρεντ, όμως, τόλμησε να πάει κόντρα στις στερεοτυπικές απεικονίσεις και κραταιές απόψεις, και διατύπωσε με θράσος σχεδόν μια επαναστατική εναλλακτική οπτική που την κατέστησε στόχο δριμείας κριτικής ακόμη και από στενούς της φίλους.

Η ταινία της Μαργκαρίτα Φον Τρότε σκιαγραφεί την περίοδο εκείνη, τα τέσσερα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από την δίκη Άιχμαν, και τη συγγραφή του επίμαχου άρθρου. Είναι μια σοφή επιλογή - οποιαδήποτε απόπειρα σε βιογραφία θα καταδίκαζε τις ιδέες της Άρεντ να μείνουν στο περιθώριο, έτσι ώστε να αφήσουν χώρο και χρόνο στις διάφορες εξελίξεις της πολυτάραχης ζωής της.

Τώρα όμως οι ιδέες της είναι στο προσκήνιο, αφού η ταινία αφιερώνει πολύ χρόνο σε συζητήσεις της Χάνα με συναδέλφους, συνεργάτες, φίλους, μαθητές και το σύζυγό της, ξεδιπλώνοντας έτσι ψύχραιμα και συγκεντρωμένα τον ενδιαφέροντα τρόπο σκέψης της και τις συναρπαστικές ιδέες που αυτός γέννησε. Βοηθά σε αυτό και η πειστικότατη ερμηνεία της Μπάρμπαρα Σούκοβα, η οποία αποτυπώνει ιδανικά την υψηλή νοημοσύνη της Άρεντ αλλά και την καθημερινή της πλευρά, ειδικά στην τρυφερή και ζωηρή σχέση με τον σύζυγό της.

Παρ' όλες τις αγαθές προθέσεις, όμως, και την αξιοπρεπέστατη προσέγγιση της απαιτητικής σε θέμα και φόρμα ιστορίας, η σκηνοθέτης τελικά δεν έχει τίποτα να προσδώσει την ιστορία πέρα από τη στεγνή καταγραφή της. Μεταπηδώντας αμήχανα ανάμεσα στα γερμανικά και τα αγγλικά (κάποιες σκηνές μοιάζουν σχεδόν ερασιτεχνικές), και αδυνατώντας να ξεφύγει από την ακαδημαϊκή δομή της ιστορίας, η ταινία κερδίζει τη δύναμή της μόνο από το βάθος των διαλόγων της και κάποιες μεμονωμένες ευτυχείς στιγμές, όχι χάρη σε οποιαδήποτε ουσιαστική ιδέα ή τόλμη στην κινηματογράφηση και την αφήγηση. Ακόμη και οι σκηνές της δίκης, που περιλαμβάνουν σπάνιες, ανατριχιαστικές εικόνες από την πραγματική δίκη, γρήγορα μπαίνουν σε ένα επίπεδο μοτίβο απλής αντιπαράθεσης των εξελίξεων μέσα στο δικαστήριο και των αντιδράσεων της Άρεντ στο γραφείο τύπου, και τίποτα παραπάνω.

Το συναρπαστικό ιδεολογικά θέμα και οι καλές προθέσεις δεν φτάνουν - οι ιδέες της Άρεντ, τόσο τολμηρές στην περιφρόνηση των ευρέως αποδεκτών αντιλήψεων, τόσο ριζοσπαστικές και αυθεντικές, άξιζαν μια καλύτερη ταινία από αυτή.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ