Δυναμική και απόλυτα θηλυκή, η Μπάμπι αποτελεί από μόνη της μια μεγάλη αντίφαση: μια χαρισματική, ανεξάρτητη γυναίκα (η οποία ήταν κάποτε άντρας) που μοιάζει να ξέφυγε από το συντηρητικό της περιβάλλον, αλλά, ταυτόχρονα, παραμένει δέσμια μιας καταπιεστικής συναλλαγής. Δουλεύοντας σκληρά, κουρεύοντας συμπατριώτισσές της αλλά και Έλληνες πελάτες στο μικρό διαμέρισμά της, η Μπάμπι συντηρεί την ανορθόδοξη οικογένειά της πίσω στην πατρίδα της: τον σύντροφό της, τον εξάχρονο, υιοθετημένο γιο της και την απαιτητική μητέρα της. Θα ήταν όμως αποδεκτή η Μπάμπι από αυτήν την ίδια οικογένεια (ή θα τη διέθετε καν) αν δεν ήταν εκείνη που έχει επωμιστεί σχεδόν αποκλειστικά το βάρος της επιβίωσής τους;
Η ίδια μοιάζει να κατέκτησε στα μάτια τους τον «τίτλο» της γυναίκας και την αποδοχή τους με το να ακολουθήσει τη μοίρα εκατοντάδων γυναικών της πατρίδας της – και όχι μόνο – που άφησαν τη χώρα τους για να υποστηρίξουν τις οικογένειές τους ως οικονομικοί μετανάστες, δουλεύοντας κυρίως ως οικιακοί βοηθοί ανά τον κόσμο. Πιο καπάτσα ή απλά πιο ρεαλίστρια όσον αφορά την ανοχή του κόσμου (και των ενδεχόμενων εργοδοτών) γύρω της, η Μπάμπι αξιοποίησε το ταλέντο της στην κομμωτική, διατηρώντας έτσι τουλάχιστον την – επαγγελματική – ανεξαρτησία της αλλά και το θάρρος της ταυτότητάς της.
Χωρίς περίτεχνα σκηνοθετικά τερτίπια, με ελάχιστα μέσα, αλλά με μια αμεσότητα αφοπλιστική, η Ελιάνα Αμπραναβέλ δεν επιλέγει την εύκολη οδό των εντυπωσιασμών και των πικάντικων αποκαλύψεων ή την καραμέλα του ακτιβισμού – η σεξουαλική ιδιαιτερότητα της ηρωίδας της αποκαλύπτεται σχεδόν από την αρχή, αλλά ουδέποτε μετατρέπεται σε σκανδαλοθηρικό επίκεντρο της ιστορίας της.
Αντίθετα, ακολουθώντας διακριτικά αλλά στενά και για αρκετό καιρό την πρωταγωνίστριά της (από την εργασιακή της ρουτίνα και τις καθημερινές, συχνά αμήχανες, συνομιλίες της με την οικογένειά της μέσω skype μέχρι και τη διοργάνωση ενός μουσικοχορευτικού σόου για λογαριασμό των εδώ συμπατριωτών της), η σκηνοθέτιδα ανοίγει επιδέξια την ταινία της σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πεδίο: στην αθέατη queer πλευρά της ούτως ή άλλως άγνωστης στους περισσότερους από μας φιλιππινέζικης κοινότητας της Αθήνας, τις «εμπορικές» συνιστώσες μιας τέτοιου είδους εξ αποστάσεως οικογενειακής σχέσης, αλλά και μια απόλυτα χειροπιαστή απεικόνιση του μεταναστευτικού θέματος μέσα από το πρίσμα μιας ηρωίδας, που τυγχάνει να είναι και τρανσέξουαλ.
Δίχως ίχνος επιτήδευσης, το «Roughcut» επιδεικνύει αμέριστο σεβασμό απέναντι στην πρωταγωνίστριά του, αντιμετωπίζοντάς την πρωτίστως ως άνθρωπο, μια απλή, καθημερινή γυναίκα, της οποίας η περιπετειώδης, «εξωτική» ιστορία και καταγωγή της δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μονάχα κομμάτι της προσωπικότητάς της, που γενναιόδωρα αποφάσισε να μοιραστεί μαζί μας. Και την ίδια στιγμή, δίχως την πρόθεση βαρύγδουπης καταγγελίας, αυτό το χειροποίητο ντοκιμαντέρ κατορθώνει τελικά να αρθρώσει πολύ πιο ουσιώδη λόγο για τα καυτά θέματα που αγγίζει.