Το «Μια Καλύτερη Ζωή» πρόκειται για ένα γνήσιο παιδί της οικονομικής κρίσης. Με τις σκιές της ανεργίας, της φτώχιας, των χρεών, των τραπεζών και της γραφειοκρατίας να ακολουθούν -και να επηρεάζουν- τους ήρωες του σε κάθε τους κίνηση, ο Σέντρικ Καν («Red Lights») παραδίδει ένα ελαφρώς μελοδραματικό, μα δυστυχώς ρεαλιστικό ντοκουμέντο όλων αυτών που καταστρέφουν τα όνειρα για την καλύτερη ζωή του τίτλου.
Ο Γιαν (Γκιγιόμ Κανέ) και η Νάντια(Λεϊλά Μπεκτί), ένας μάγειρας και μια σερβιτόρα, αποφασίζουν να ρισκάρουν τα πάντα για να αποκτήσουν το δικό τους εστιατόριο, και να φροντίσουν το νεαρό γιο της, Ρεμί. Με πολύ ταλέντο, ενέργεια και αγάπη για το όνειρο τους, ξεκινούν να το κάνουν πραγματικότητα για να βρουν τα προβλήματα και τη σκληρή πραγματικότητα να τους κατακλύζει και να τους χωρίζει. Όταν η Νάντια φεύγει και αφήνει τον γιό της στον Γιαν, αυτός πρέπει να ανταπεξέλθει ως πατέρας, αλλά και να βρει τρόπο να σώσει μια κάποια ελπίδα, ακολουθώντας την μυστηριωδώς εξαφανισμένη αγάπη του.
Το σενάριο θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για εύκολους συναισθηματισμούς. Η μοίρα φέρνει συνεχώς και χειρότερα για τους πρωταγωνιστές, ενώ η επιλογή της Νάντια να αφήσει τον γιό της στα χέρια του Γιαν, έστω και δεδομένων των συνθηκών, γίνεται πολύ δύσκολα πιστευτή, παρ’ ότι η σχέση των δύο αγοριών χειρίζεται με αξιοσημείωτη λεπτότητα.
Ο Καν, όμως, καταφέρνει να αποφύγει τους σκόπελους του φτηνού μελοδράματος και με κύριο όπλο την αφοπλιστική ερμηνεία του Γκιγιόμ Κανέ και την χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του, παραδίδει μια αφιέρωση στη δύναμη της αγάπης και της επιβίωσης, αφού, παρά τις όποιες ενστάσεις, αυτό που μένει είναι οι αγνές προθέσεις του και η ειλικρινής αγάπη που τρέφει για τους προλεταριακούς ήρωες της διπλανής πόρτας.