Το κακό αρχίζει από το σενάριο: προβλέψιμη πλοκή, σχηματικοί και αδύναμοι χαρακτήρες, βαρετή εξέλιξη. Στην συνέχεια, ο πάντα άνισος Γκας Βαν Σαντ - ικανός για το χειρότερο και το καλύτερο - χάνει τον έλεγχο του υλικού του και παραπατάει ανάμεσα σε διδακτικές κορώνες και συναισθηματικές υπερβολές.
Πολλοί βέβαια έγραψαν ήδη από το Φεστιβάλ Βερολίνου ότι το πρόβλημα της ταινίας είναι το «μήνυμά» της. Ας ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι κάθε ταινία δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μήνυμα που στέλνει ένας πομπός (ο δημιουργός της) σε κάποιους δέκτες (θεατές). Οι αδαείς, αγνοώντας την αρχή αυτή της επικοινωνιολογίας, χρησιμοποιούν τη λέξη «μήνυμα» αντί για την λέξη «πολιτική» ή «στρατευμένη».
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η «Γη της Επαγγελίας» είναι «πολιτική ή στρατευμένη ταινία». Ένα χαλαρό πολιτικό θρίλερ με ελάχιστη αγωνία, λίγο χιούμορ, μετριότατες ανατροπές και προβλέψιμο φινάλε. Κεντρικό θέμα του το hydraulic fracturing μια - καταστροφική για το περιβάλλον - μέθοδος εξόρυξης φυσικού αερίου πιο γνωστή ως fracking.
Τεράστιες ποσότητες νερού και χημικών διοχετεύονται με πίεση μέσα στη γη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται ρωγμές στα πετρώματα που περιβάλουν τα κοιτάσματα και το φυσικό αέριο μπορεί να αντληθεί ευκολότερα. Στη συνέχεια βέβαια τα χημικά περνούν στον υδροφόρο ορίζοντα και μολύνουν τα πάντα. Ολόκληρες περιοχές μετατρέπονται σε νεκρές ζώνες.
Σε μια τέτοια περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα φυσικού αερίου καταφθάνουν οι υπάλληλοι μιας κολοσσιαίας εταιρείας (Ματ Ντέιμον και Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) οι οποίοι προσπαθούν να πείσουν τους κατοίκους να παραχωρήσουν το δικαίωμα χρήσης του υπεδάφους. Χρησιμοποιούν παραπλανητικές πληροφορίες, αποκρύπτουν την αλήθεια, δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις.
Ταυτόχρονα, στην ίδια αυτή περιοχή, φθάνει κι ο εκπρόσωπος μιας οικολογικής οργάνωσης (Τζον Κραζίνσκι) φέρνοντας μαζί του στοιχεία και φωτογραφίες που αποδεικνύουν τις καταστροφές του fracking.
Οι προθέσεις των δημιουργών είναι δηλαδή αγαθές: να ενημερώσουν το διεθνές κοινό για την επικίνδυνη και αμφιλεγόμενη αυτή μέθοδο. Το κάνουν όμως με τον χειρότερο τρόπο. Με την απλοποίηση, τις χοντροκομμένες ευκολίες, το άνοστο χιούμορ, τους κακοσχηματισμένους χαρακτήρες, την προβλέψιμη εξέλιξη.
Τα διλήμματα του κεντρικού ήρωα - ο οποίος θέλει να είναι καλός, αλλά δεν ξέρει τον τρόπο - κονιορτοποιούνται γρήγορα και τον αφήνουν κενό. Το μόνο που απομένει πια είναι το σχήμα του χαρακτήρα του, η σκιά ενός ανθρώπου ανύπαρκτου και ψεύτικου. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το ίδιο το, ας το πούμε, «μήνυμα» ή το πολιτικό περίβλημα της ταινίας του Βαν Σαντ, αλλά η ξεπερασμένη και παλιομοδίτικη δομή της.