Σαββατοκύριακο στο Hyde Park

02.01.2013
Σε μια προσπάθεια να επαναλάβει την εποχιακή απήχηση που γνώρισε προ διετίας ο «Λόγος του Βασιλιά», ο σκηνοθέτης του «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» καταλήγει με μια αναιμική κομεντί εποχής στα χέρια του, άσχετα αν διαλέγει να χειριστεί ένα θεωρητικά ενδιαφέρον θέμα ή αν έχει ως έξοχο πρωταγωνιστή του τον Μπιλ Μάρεϊ.

Σε όλη την διάρκεια της κινηματογραφικής καριέρας του, ο Μπιλ Μάρεϊ έχει βρεθεί άφθονες φορές καταδικασμένος να δίνει τον καλύτερο εαυτό του σε ταινίες που δεν αξίζουν κάτι τέτοιο. Μέσα σε ένα διάστημα περισσότερο των τριάντα χρόνων, από τότε δηλαδή που ξεκίνησε τους ρόλους του στο σινεμά, ο σπουδαίος ηθοποιός έχει έρθει πάμπολλες φορές αντιμέτωπος με μέτριες σεναριακές δουλειές, ανεπαρκείς σκηνοθεσίες και συμβατικά φιλμικά σχέδια. Το «Σαββατοκύριακο στο Hyde Park» είναι μια από τις φορές αυτές.

Στα χαρτιά τουλάχιστον η δημιουργία του Ρότζερ Μίτσελ ίσως έμοιαζε χαριτωμένη, διηγούμενη πώς στην διάρκεια ενός διημέρου του 1939, ο Φράνκλιν Ρούζβελτ και η σύζυγός του φιλοξενούν το βασιλικό ζεύγος της Αγγλίας στο σπίτι τους στην πόλη Χάιντ Παρκ, κοντά στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός μονάρχης επισκέπτεται την Αμερική: η Αγγλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τη Γερμανία, και οι βασιλείς της αναζητούν απεγνωσμένα την υποστήριξη του Ρούζβελτ.

Οι διεθνείς σχέσεις, όμως, περνούν μέσα από την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων του Προέδρου, καθώς η μητέρα, η σύζυγος και οι ερωμένες του συνωμοτούν, με αποτέλεσμα το σαββατοκύριακο να έχει μπόλικα απρόοπτα, ανάμεσά τους κι αυτό στο οποίο η Λόρα Λίνεϊ, στον ρόλο της γειτόνισσας, μακρινής εξαδέλφης και ερωμένης του Ρούζβελτ, προσφέρει στον πρόεδρο μια γαργαλιστικής φύσεως χειρωνακτική εργασία.

Παρά τις γενναιόδωρες αφορμές κουτσομπολιού που συναντά κανείς στο φιλμ, ωστόσο, τα πάντα ακολουθούν μια φρόνιμη και καθωσπρέπει πεπατημένη που επιχειρεί να χειριστεί με όσο το δυνατόν πιο διακριτικό τρόπο και φινετσάτο χιούμορ ένα πικάντικο γαϊτανάκι χαρακτήρων και συμπεριφορών.

Σκηνοθέτης πλησίον της διεκπεραίωσης στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα το «The Mother»), ο Μίτσελ χειρίζεται την ταινία με την λογική μιας ανάλαφρης δραματικής κομεντί καταστάσεων που δείχνει να χρειάζεται υποτυπώδη καθοδήγηση πίσω από την κάμερα και μοιάζει να βασίζεται ως επί το πλείστον στις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών του.

Τι να σου κάνει, παρ' όλα αυτά, η σταθερά συμπαθής Λίνεϊ ή ένας απολαυστικός Μπιλ Μάρεϊ όταν, αντί για μια δημιουργία αντάξια του σπιρτόζικου ταλέντου τους, καλούνται να υποστηρίξουν ένα κινηματογραφικό καλαμπουράκι, από αυτά που βοηθούν να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα μια επίσκεψη στην σκοτεινή αίθουσα; Μάλλον όχι πολλά.