Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου

14.01.2013
Αυθεντική, ανθρώπινη και μαγική, μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές εμπειρίες της χρονίας αναγγέλει την άφιξη ενός νέου μεγάλου ταλέντου.

Ξεχάστε για μια στιγμή τον Βάλτερ Σάλες, τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ και τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα του φετινού φεστιβάλ Καννών και σημειώστε στα (ηλεκτρονικά και μη) τεφτέρια σας το όνομα του επόμενου μεγάλου Αμερικάνου Σκηνοθέτη: ο Μπεν Τσάιτλιν και τα υπέροχα «Πλάσματά»του, που έκαναν πρεμιέρα στην Ελλάδα ως ταινία λήξης των ΝΥΧΤΩΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE, είναι εδώ για να γράψουν κινηματογραφική ιστορία.

Μεγάλα λόγια; Όσοι ανακαλύψουν την πρώτη ταινία ενός γεννημένου auteur και όσοι διαθέτουν στο στήθος τους αυτό το παλλόμενο όργανο που μας κρατάει στη ζωή, θα διαπιστώσουν και ιδίοις όμμασι πως το «Μυθικά Πλάσματα του Νότου» δε μοιάζει με τίποτα από ό,τι έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.

Η υπόθεση είναι ισχνή, σχεδόν σχηματική: η Χασπάπι είναι έξι χρονών και ζει με τον πατέρα της, Γουίνκ, στην «Μπανιέρα», μία απομακρυσμένη περιοχή του Δέλτα του Μισσισιπή. Εκείνος την προετοιμάζει για τις ημέρες που δεν θα βρίσκεται εκεί για να την προστατέψει - και αυτές δεν αργούν. Όταν ο Γουίνκ αρρωσταίνει ξαφνικά, ακραία φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους: οι πάγοι λιώνουν, ξεσπούν καταιγίδες και η φύση απελευθερώνει προϊστορικά τέρατα. Η Χάσπαπι πρέπει να βρει τη θέση της στον κόσμο και τελικά επιλέγει να αφήσει το σημάδι της σε αυτόν, να φωνάξει: «κάποτε υπήρξα».

Εάν τα παραπάνω δεν βγάζουν κανένα νόημα, είναι απολύτως λογικό, αφού πρόκειται για το τέλος του κόσμου ενός εξάχρονου παιδιού. Όλη η ταινία είναι ειδωμένη μέσα από το βλέμμα της συγκλονιστικής Κουβενζανέ Γουάλις, της μικρής μη-ηθοποιού που αποτελεί την ψυχή της ταινίας. Αυτό που ένας ενήλικας θα ονόμαζε «τυφώνα Κατρίνα» ή «ανίατη ασθένεια», το βλέμμα της Χασπάπι το μεταμορφώνει σε ένα αποκαλυπτικό γεγονός μυθικών διαστάσεων, συνθέτοντας μία από τις πιο γλαφυρές απεικονίσεις της παιδικής ηλικίας που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά, ενώ ταυτόχρονα ξεδιπλώνει στοιχεία της παράδοσης της Νέας Ορλεάνης, αλλά και της αθάνατης ανθρώπινης Ψυχής.

Όποιος έχει έρθει σε επαφή με την τηλεοπτική σειρά «Treme», που καταπιάνεται με τη ζωή στην περιοχή του Νότου μετά τον τυφώνα Κατρίνα, μπορεί εύκολα να σχηματίσει και μία ιδέα για τους κατοίκους εκεί: είναι τσακισμένοι, είναι καταποντισμένοι, αλλά αρνούνται να παραιτηθούν. Τραγουδάνε, πίνουν, χορεύουν ενάντια και εξαιτίας της καταστροφής - και μετατρέπονται σε ενσάρκωση της Ανθρωπιάς.

Ο Τσάιτλιν μοιάζει να γνωρίζει κι εκείνος πολύ καλά την εθνογραφία του τόπου. «Για όσους χάθηκαν στην καταιγίδα κάναμε αυτή τη γιορτή. Όπου το κλάμα απαγορευόταν», αφηγείται σε ένα από τα υπέροχα voice-over της η Χασπάπι, ενώ οι εικόνες φανερώνουν ένα ατέρμονο τσιμπούσι με γαρίδες και αλκόολ, στο οποίο η αβαρής κάμερα μάς κάνει συνδαιτημόνες.

Όπως συμβαίνει εξάλλου και με το υπόλοιπο της ταινίας: ο θεατής αναδύεται μέσα στον κόσμο της Χασπάπι, όπου «το κάθε πράγμα έχει τη δική του θέση. Αν κάτι σπάσει, τίποτα δεν είναι ίδιο μετά». Αυτή η εξάχρονη ερασιτέχνις (κανένας από το βασικό καστ δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός) είναι τόσο εκπληκτική στο ρόλο του σκληροτράχηλου παιδιού με την αχαλίνωτη φαντασία, που η ανακάλυψή της από τον Τσάιτλιν θα ήταν αρκετή για να τον καθιερώσει ως σπουδαίο καλλιτέχνη.

Το ότι η ταινία είναι εξίσου αυθεντική και ανθρώπινη είναι απλά ένα κινηματογραφικό ευτύχημα. Δεν είναι εύκολο να βάλει κανείς στο χαρτί τα συναισθήματα που γεννάει αυτό το τόσο sui generis έργο. Και μερικές φορές δεν είναι και απαραίτητο. Ένα λεπτό από αυτή την ταινία θα σας πείσει.