Σε μερικές από τις πιο εξαθλιωμένες γωνιές της άλλοτε αναπτυγμένης βιομηχανικά περιοχής της σημερινής Σεούλ, ένας μοναχικός και συναισθηματικά απονεκρωμένος νεαρός μπράβος, που δουλεύει για λογαριασμό τοκογλύφων, έχει ως καθημερινή ασχολία του το να εκφοβίζει και να απειλεί όσους χρωστούν χρήματα, φτάνοντάς τους συχνά σε σημείο να προκαλέσουν μέγιστο κακό στον εαυτό τους προκειμένου να τα επιστρέψουν.
Όταν μια γυναίκα εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά και ισχυρίζεται ότι είναι η χαμένη μητέρα του, εκείνη που τον εγκατέλειψε πριν τριάντα χρόνια, όταν ο ίδιος ήταν ακόμη βρέφος, ο ήρωας αφήνει για πρώτη φορά την πραγματική αγάπη να τρυπώσει μέσα του και σταδιακά αποφασίζει να εγκαταλείψει τη βάναυση δουλειά του και να ζήσει μια πιο φυσιολογική ζωή στην οποία δεν θα χρειάζεται να προκαλεί πόνο και δυστυχία στους άλλους.
Η γυναίκα που φέρεται ως μητέρα του κρύβει, εντούτοις, το δικό της οδυνηρό μυστικό, μια λεπτομέρεια από το παρελθόν η οποία θα φέρει τον ήρωα αντιμέτωπο με όσους υπήρξαν θύματά του αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό, σε μια ύστατη προσπάθειά του να προστατεύσει το μοναδικό πρόσωπο για το οποίο ένιωσε ποτέ το παραμικρό και να εξιλεωθεί για όλες τις φρικτές πράξεις που τόσο ανενδοίαστα είχε διαπράξει ως τώρα.
Ανάμεσα σε μια εύκολα αναγνωρίσιμη θρησκευτική παραβολή πάνω στις έννοιες της αμαρτίας, της συγχώρεσης και της εξιλέωσης και σε ένα ιδιαίτερα πεσιμιστικό σχόλιο πάνω στην πλήρη έκπτωση της ανθρώπινης ζωής σε ένα μοντέρνο και πολιτισμένο, υποτίθεται, κόσμο, ο Κιμ Κι Ντουκ στήνει ένα τραχύ και ελάχιστα παραχωρητικό στο κοινό του δράμα.
Σκληρό και σε σημεία βαθιά ενοχλητικό, όπως και οι οριακές καταστάσεις που περιγράφει, το φιλμ εναλλάσσει στιγμές σύντομης τρυφερότητας με σκηνές φρικώδους βίας, δεν αποστρέφει λεπτό το βλέμμα του από την ασχήμια και την απελπισία της πραγματικότητας που απεικονίζει και φροντίζει να δυναμιτίζει τακτικά μια ανορθόδοξη ιστορία μητρικής αγάπης και κρυμμένης εκδίκησης με στοιχεία που μοιάζουν προορισμένα να φέρουν σε εξαιρετικά άβολη θέση τους θεατές.
Αυτό το παιχνίδι του Κιμ Κι Ντουκ με την πρόκληση και τη νοσηρότητα σε βάρος μιας αρκετά υποσχόμενης αρχικά ιστορίας είναι που γρήγορα περιορίζει την δύναμη του «Pieta» σε μια επίδειξη ακραίων συμπεριφορών που το σενάριο δεν δικαιολογεί επαρκώς (με κυριότερη την αιφνίδια συναισθηματική μεταστροφή του ήρωα), σε ένα βιαστικό αναμάσημα γνώριμων θεματικών της αρχαίας τραγωδίας και σε μια απλοϊκή αλληγορία πάνω στις καταστροφικές συνέπειες του χρήματος.