Django o Τιμωρός

28.12.2012
Αφότου προσπάθησε με το «Αδωξοι Μπάσταρδη» να ξαναγράψει την τελική έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου από την αρχή, ο Ταραντίνο ταξιδεύει στον αμερικανικό Νότο για μια γουέστερν φαντασίωση εκδίκησης που κλείνει για ακόμη μια φορά παιχνιδιάρικα και με τσαμπουκά το μάτι στην Ιστορία.

«Θα ήθελα να με θυμούνται λιγότερο ως έναν καλό σκηνοθέτη και περισσότερο ως έναν ικανό σεναριογράφο» είχε πει κάποτε ο Κουέντιν Ταραντίνο σε μια συνέντευξή του, προδίδοντας πόσο θα επιθυμούσε η υστεροφημία του να εξασφαλιζόταν μέσα από την γραμματική των λέξεων και την ικανότητα της συγγραφής.

Οι λέξεις ήταν η κινητήρια δύναμη της ανορθόδοξης πολεμικής ταινίας που υπέγραψε πριν τέσσερα χρόνια με το «Αδωξοι Μπάσταρδη», οι λέξεις κυριαρχούν ως επί το πλείστον και τώρα, στο αντιδραστικό γουέστερν που ο 49χρονος σκηνοθέτης από καιρό επιθυμούσε να φέρει εις πέρας.

Μάλιστα όχι μόνο πρωτοστατούν στις πολυάριθμες συνδιαλλαγές μεταξύ των χαρακτήρων και δημιουργούν εστίες διαρκούς έντασης μεταξύ τους, αλλά και στέκουν ως παράδοξο αντιστάθμισμα- κάτι σαν τελευταίο σύνορο πολιτισμού σε μια σκληρή και απάνθρωπη εποχή την οποία η ταινία τοποθετεί στον έκρυθμο φυλετικά αμερικανικό Νότο, δυο χρόνια πριν την έναρξη του Εμφυλίου πολέμου.

Εκεί συναντάμε έναν ταλαιπωρημένο αλλά περήφανο σκλάβο, ο οποίος αγοράζεται για εκατό δολλάρια από έναν ιδιόρρυθμο κυνηγό επικηρυγμένων με γερμανική καταγωγή και έξοχη χρήση των εκφραστικών του μέσων, αποκτά την ελευθερία του και δέχεται να συνεργαστεί μαζί του για δυο λόγους: Αφ’ ενός να τον βοηθήσει στο να φέρει εις πέρας μια προσοδοφόρα οικονομικά αποστολή, αφ’ ετέρου να ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να σώσουν την όμορφη νεαρή γυναίκα του από τα χέρια ενός δηλητηριώδους ιδιοκτήτη φυτείας στα βάθη του Μισισιπή.

Καθώς οι δυο άντρες περιπλανιούνται στο προσκήνιο ενός ολότελα αντι-ηρωικού παρελθόντος, ο Ταραντίνο εφαρμόζει την (ήδη γνώριμη από το προηγούμενο φιλμ) τακτική τού να λοξοδρομεί από τα μονοπάτια της ιστορικής ακρίβειας προκειμένου να προσφέρει και πάλι μια εναλλακτική και σε σημεία ρεβιζιονιστική ματιά σε μια συγκεκριμένη και καθόλου κολακευτική χρονική στιγμή της ανθρωπότητας.

Φυσικά η πρόθεση του σκηνοθέτη δεν ήταν να προσφέρει ένα μάθημα πάνω στην εμπειρία της δουλείας και στην προεμφυλιακή αμερικανική πραγματικότητα. Η βασική έμπνευση του Ταραντίνο προέρχεται από το b movie γουέστερν «Django» που γύρισε ο Σέρτζιο Κορμπούτσι το 1966, διηγούμενος μια ιστορία εκδίκησης με πρωταγωνιστή έναν μοναχικό και λιγομίλητο ξένο, όχι πολύ μακριά από τον άνθρωπο χωρίς όνομα που υποδυόταν ο Κλιντ Ίστγουντ στις ταινίες του Λεόνε.

Όπως συνηθίζει να κάνει και στις υπόλοιπες δουλειές του, ωστόσο, έτσι κι εδώ ο σκηνοθέτης μετατρέπει το φιλμ του σε ένα ατίθασο επισκεπτήριο κινηματογραφικών ειδών και αναφορών που ξεκινούν από την εικονογραφία της Αγριας Δύσης για να περάσουν από το δράμα εποχής, την ταινία δρόμου, τη μαύρη κωμωδία, τον κινηματογράφο των σοβαρών μηνυμάτων και να φτάσουν μέχρι το blaxploitation σινεμά της δεκαετίας του ’70.

Θα ήταν, παρ’ όλα αυτά, κρίμα να αντιμετωπίσει κανείς το «Django, Ο Τιμωρός» ως ένα φιλμικό dj set φτιαγμένο από έμπειρα χέρια, γιατί ο Ταραντίνο είναι προφανές ότι αποσκοπεί σε πολλά περισσότερα. Παρακολουθώντας το ανορθόδοξο πρωταγωνιστικό του δίδυμο να διασχίζει το Νότο, συναντώντας στην πορεία προάγγελους της Κου Κλουξ Κλαν, ρατσιστές γαιοκτήμονες, βασανισμένους σκλάβους, σαδιστικά αφεντικά και μακιαβελικούς μπαρμπα- Θωμάδες, η ταινία γίνεται ένα πανόραμα της απωθημένης λευκής ενοχής και της αμαρτωλής αμερικανικής συνείδησης, κάνει μερικές τρομερά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στην ψυχοπαθολογία της δουλείας και στο τέλος χρησιμοποιεί το σινεμά ως ένα είδος κάθαρσης και πρόσκαιρης ανακούφισης ακόμα και από τις πιο τραυματικές συλλογικές μας μνήμες.

Ο Ταραντίνο επιχειρεί επιπλέον έναν ριψοκίνδυνο συνδυασμό του φαιδρού με το απολύτως σοβαρό, εμβολίζει καταστάσεις που θεωρητικά δεν σηκώνουν κανένα αστείο με καταλυτικό μαύρο χιούμορ και χρησιμοποιεί ποικιλλοτρόπως την βία του (πότε με ρεαλισμό, πότε με καρτουνίστικη διάθεση), την ίδια στιγμή που προσπαθεί να στοχαστεί πάνω σε αυτήν και στην χρησιμότητά της για τους θεατές και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη.

Για τις πρώτες δύο ώρες του, το «Django, Ο Τιμωρός» περιέχει αρκετές αξιομνημόνευτες σκηνές, σπιρτόζικα διαλογικά μέρη και σεναριακές εμπνεύσεις για να γεμίσουν ολόκληρες άλλες ταινίες και κινείται με μια αυτοπεποίθηση η οποία φροντίζει πάντα να βρει τον σωστό δρόμο της, τις φορές που η αφήγηση πλατειάζει.

Υστερα, όμως, ξυπνά η πιο εφηβική πλευρά του σκηνοθέτη και παίρνει όμηρο την υπόλοιπη ταινία, ξεχειλώνοντας την διάρκειά της και κορυφώνοντας τα πάντα σε ένα ανέμπνευστο φινάλε όπου ένα αιματηρό ξεκαθάρισμα παίρνει οπερετικές σχεδόν διαστάσεις.

Μέχρι τότε ο διαολεμένα ψυχαγωγικός «Django» απλώνεται αυθάδικα στην οθόνη ως μια γοητευτική mainstream κακοφωνία σε ένα χολιγουντιανό κινηματογραφικό τοπίο όπου τα πάντα πρέπει πλέον να μοιάζουν οικεία, ανώδυνα και ασφαλή. Ο Ταραντίνο πετάει την πολιτική ορθότητα από το παράθυρο, υψώνει ένα κωλοδάχτυλο στις κάθε είδους συνταγές (πλην της δικής του) και παίρνει το κοινό του σε μια βόλτα στην άγρια πλευρά της αμερικανικής Ιστορίας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ