Η έκτη κατά σειρά ταινία που προσποιείται ότι πασχίζει να βαδίσει στα ίχνη του βάναυσου αριστουργήματος του Τομπ Χούπερ ξεκινά με τη φιλοδοξία να πιάσει το νήμα από το τέλος της ταινίας του 1974, αγνοώντας όλους τους ντροπιαστικούς ενδιάμεσους σταθμούς που μεσολάβησαν. Τουτέστιν τρία σίκουελ, ένα ριμέικ και ένα πρίκουελ. Αν και σίγουρα δεν πρόκειται για παραδείγματα προς μίμηση, μοιάζει μάλλον αλαζονικό εκ μέρους των δημιουργών να θεωρούν ότι αυτή τη φορά θα ακολουθήσουν το σωστό δρόμο.
Ξεκινώντας αμέσως μετά το φινάλε του πρωτότυπου «Σχιζοφρενούς Δολοφόνου με το Πριόνι», ο Τζον Λούσενχοπ και οι τέσσερις (!) σεναριογράφοι του βάζουν την αιμοσταγή οικογένεια του Leatherface να ξεκληρίζεται από τους εξαγριωμένους κατοίκους της πόλης– μέσα στο μακελειό ένα κοριτσάκι διασώζεται για να υιοθετηθεί από μια ελαφρώς πιο «φυσιολογική» οικογένεια. Fast forward στο παρόν, όπου η ολοκαίνουργια ηρωίδα μας κληρονομεί την κακόφημη επαρχιακή έπαυλη στο Τέξας, την οποία και αποφασίζει να επισκεφθεί περιχαρής με τους φίλους της, αγνοώντας την απειλή που ακόμα κρύβεται στα έγκατά της.
Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι η γεννημένη –υποτίθεται– κάπου στις αρχές των 70s πρωταγωνίστρια είναι στο παρόν μια ολόφρεσκια νεαρά για να αντιληφθεί κανείς την απροκάλυπτη αδιαφορία των δημιουργών να τηρήσουν έστω τα προσχήματα μιας χρονολογικής σειράς. Σε αυτήν την περίπτωση βέβαια θα έπρεπε να στερηθούν τα απαραίτητα από σεναριακής πλευράς νεανικά στήθη της, που μετά βίας κρατιούνται μέσα στο ασθενικό t-shirt σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Οπότε δεν βαριέσαι... ποιος θα το προσέξει;
Αυτό είναι ένα μονάχα τρανταχτό παράδειγμα της μεγαλειώδους προχειρότητας που χαρακτηρίζει τον Δολοφόνος με το Πριόνι, καθώς κάθε λογής απιθανότητες, συμπτώσεις, ανεξήγητες συμπεριφορές και χρονικές ασυνέπειες ξεπροβάλλουν διαρκώς από κάθε παράγραφο του σεναρίου: αυτή η έλλειψη οποιασδήποτε λογικής φαντάζει απείρως πιο τρομακτική κι από τα τρισδιάστατα αλυσοπρίονα που εκσφενδονίζονται κατά διαστήματα προς το φιλοθεάμον κοινό. Κι αν το αλλοπρόσαλλο τρίτο μέρος πασχίζει έστω να φέρει κάτι πραγματικά διαφορετικό στο παιχνίδι βουτώντας σε ανεξερεύνητα βάθη ανοησίας, είναι πλέον πολύ αργά για να κερδίσει το ενδιαφέρον μας.