Στα ελληνικά το «Arbitrage» μεταφράζεται ως «διαιτησία». Στη γλώσσα των οικονομολόγων ωστόσο σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: τη δυνατότητα κέρδους με μηδενικό κόστος και χωρίς καθόλου ρίσκο - κοινώς, την απόλυτη καπιταλιστική ονείρωξη. Ο Νίκολας Τζαρέκι στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο μυθοπλασίας χρησιμοποιεί ένα δράμα θριλερικών αποχρώσεων με πρωταγωνιστές τους καρχαρίες της απρόσιτης κάστας της Γουόλ Στριτ προκειμένου να μιλήσει για αυτό που ο Μαρξ πολύ εύστοχα είχε ονομάσει «μανία για πλουτισμό» και τις ολέθριες συνέπειές του.
Το θέμα είναι παλιό όσο το χρήμα και ο Ρίτσαρντ Γκιρ ενσαρκώνει τον κεντρικό ήρωα, τον χρηματιστή Ρόμπερτ Μίλερ, που ως άλλος Γκόρντον Γκέκο κυριαρχεί στο Μανχάταν. Η ζωή του μοιάζει τέλεια - είναι δισεκατομμυριούχος, έχει μία υπέροχη σύζυγο (Σούζαν Σαράντον), μια κόρη (Μπριτ Μάρλινγκ) η οποία τον λατρεύει παρότι είναι το αφεντικό της στη δουλειά και έναν γιο που του έχει ήδη χαρίσει εγγόνια.
Επειδή ωστόσο τα φαινόμενα σχεδόν πάντα απατούν, το ίδιο κάνει και ο Ρόμπερτ: έχει μια νεαρή Γαλλίδα ερωμένη (Λετίσια Κάστα), ενώ έχοντας εφαρμόσει στο τελευταίο του επιχειρηματικό εγχείρημα τη δημιουργική λογιστική και τα ευρήματα του μεγαλο-απατεώνα Μπέρναρντ Μάντοφ κινδυνεύει να χάσει όλα όσα με κόπο έχει κλέψει/χτίσει τόσα χρόνια. Γι’ αυτό προσπαθεί με νύχια και με δόντια να πουλήσει την εταιρεία του πριν όλα τιναχτούν στον αέρα.
Αν δεν τα καταφέρει εκατοντάδες εκατομμύρια των πελατών του θα γίνουν καπνός και δεκάδες άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Ρόμπερτ βρίσκεται μπλεγμένος σε ένα ποινικό έγκλημα και προσπαθεί να ξεφύγει απο τον στενό αστυνομικό κλοιό. Σε αυτό το γαϊτανάκι σκανδάλων, εξαπάτησης και νομιμοποιημένης κλοπής παρελαύνουν όλοι οι πρωταγωνιστές του «καλού» κόσμου: πανέξυπνοι δικηγόροι που ερμηνεύουν τον νόμο καταπώς τους βολεύει, αδίστακτοι τραπεζίτες, φιλάνθρωπες κυρίες και κακομαθημένα τέκνα απολαμβάνουν την ασυλία που τους προσφέρει το χρήμα αρνούμενοι πεισματικά να αναλάβουν τις συνέπειες των πράξεών τους.
Η ευφυΐα του Τζαρέκι ωστόσο δεν εντοπίζεται στην εύστοχη κοινωνικο-πολιτική κριτική του, αλλά στην παρουσίαση των χαρακτήρων του. Οι παραπάνω πρωταγωνιστές του δράματος δεν είναι οι μονοδιάστατοι κακοί πλούσιοι των οποίων το κοινό αναζητά την παραδειγματική τιμωρία. Αντίθετα, με προεξάρχοντα τον υπερ-διεφθαρμένο και (σχεδόν) σατανικό Ρόμπερτ, οι ήρωες διαθέτουν γοητεία, φινέτσα, χιούμορ και διάθεση τέτοια που σχεδόν αποπλανούν τον θεατή. Ο οποίος αντί να επιθυμεί την καταβαράθρωσή τους πιάνει τον εαυτό του να αγωνιά για τις τύχες τους.
Η σκηνοθεσία ωστόσο δεν αφήνει περιθώρια για μεσοβέζικα συμπεράσματα. Ο Τζαρέκι αρνείται την ευκολία του «και οι πλούσιοι έχουν ψυχή» - στο σύμπαν του όλοι οι λευκοί ολιγάρχες είναι ένοχοι (κάποιοι μέχρι θανάτου): για απληστία, για εγωισμό, για αδιαφορία, ακόμη και ο πιο αθώος χαρακτήρας της κόρης τελικά υφίσταται τις συνέπειες της άγνοιάς του.
Και αφού είναι ένοχοι γιατί τους συμπαθούμε; Γιατί θέλουμε να σωθούν; Μάλλον για τον ίδιο λόγο που γινόμαστε θεατές στο παράλογο θέατρο του άκρατου καπιταλισμού χωρίς να αντιδρούμε: έχουμε συνηθίσει, έχουμε κουραστεί, έχουν την εξουσία. Αλλά ο Τζαρέκι έρχεται να μας θυμίζει πόσο εξοργισμένοι θα έπρεπε να είμαστε πραγματικά. Και πως - όσο κι αν η παράσταση συνεχίζεται - τα θεμέλια είναι σάπια και ετοιμόρροπα.