Καταιγιστικοί διάλογοι, σπιρτόζικα σενάρια, απολαυστικές ερμηνευτικές αντιπαραθέσεις, ιλιγγιώδεις αφηγηματικοί ρυθμοί, επεισοδιακές καταστάσεις, φαρσικά στοιχεία, διάχυτη ειρωνεία: μερικά από τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά αυτού που εξακολουθεί στα κινηματογραφικά λεξικά να φιλοξενείται κάτω από το λήμμα «σκρούμπολ κωμωδία» βρίσκουν λαμπρή έκφραση στο θαυμάσιο φιλμ του Λίο Μακ Κάρεϊ. Έχοντας συνεργαστεί με κωμικούς όπως το δίδυμο των Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χαρντι, ο Χάρολντ Λόιντ ή οι αδελφοί Μαρξ, ο σκηνοθέτης γνώριζε καλά ότι το χιουμοριστικό οικοδόμημα που έχτιζε γύρω από τους ηθοποιούς του βασιζόταν σε τεράστιο βαθμό στη μεταξύ τους χημεία, την εκφραστική τους ευλυγισία, τον συγχρονισμό τους με την ταχύτητα και την αλάνθαστη εκφορά των διαλογικών μερών και την δυνατότητά τους να αυτοσχεδιάζουν.
Οι τακτικές αυτές μπαίνουν σε ευεργετική εφαρμογή και αποκτούν ζηλευτούς καρπούς στο «The Awful Truth», έναν θεσπέσιο συνδυασμό ρομαντισμού, φάρσας και μασκαρεμένης κοινωνικής παρατήρησης ο οποίος σκορπίζεται στην οθόνη σαν φίνο και γαργαλιστικό άρωμα. Γύρω από ένα κομψό νεοϋορκέζικο ζευγάρι το οποίο αποφασίζει να πάρει διαζύγιο, όταν τα μέλη του υποπτεύονται ο ένας τον άλλον για απιστία, συνειδητοποιεί σύντομα το λάθος του, άλλα η περηφάνεια του δεν αφήνει περιθώριο για επανασύνδεση, ο Μακ Κάρεϊ στήνει ένα ευφορικό παιχνίδι παρεξηγήσεων και συμπεριφορών το οποίο κινείται με φρενήρεις ρυθμούς και αλάνθαστη σκηνοθετική καθοδήγηση, αντλεί τα μέγιστα από την σπιρτάδα των δυο πρωταγωνιστών, πλαισιώνει τους ήρωες με μια σπάνια συμπάθεια και προσγειώνεται ήρεμα σε ένα γλυκύτατο φινάλε. Το οποίο υπενθυμίζει ότι οι ομορφότερες κωμωδίες του σινεμά είναι τελικά εκείνες που δονούνται όχι μόνο από ηχηρά γέλια αλλά από τους χτύπους μιας ζεστής και καλοσυνάτης καρδιάς.