Πέρα από γεωγραφικές συντεταγμένες, έξω από χρονικούς περιορισμούς, μακριά από το αγριεμένο πλήθος, μέσα σ’ ένα δωμάτιο τρία επί δύο, ο Ζαν Ροσφόρ και η Άννα Γκαλιένα ζουν έναν έρωτα αγνό. Κι εμείς, χάρη στον φακό του Πατρίς Λεκόντ, «ζούμε» ένα σινεμά αγνότερο.
Θα μπορούσε να λέγεται «Αντουάν και Ματίλντ», όπως ονομάζονται οι ήρωές της, όμως η ταινία δεν είναι προσωπογραφία, δεν είναι αισθηματικό έπος σε κεφαλαία, ούτε σκληρή, άκαμπτη πλαστική ταυτότητα. Θα μπορούσε ακόμη να λέγεται «Ο Άντρας που Αγαπούσε τις Γυναίκες», όμως οι εμμονές του Λεκόντ «απογυμνώνουν» τον φετιχισμό το Τριφό, τον ξεπερνούν και συσσωρεύονται σε δύο και μόνο πρόσωπα σ’ ένα δωμάτιο. Γι’ αυτό και η ταινία δεν θα μπορούσε να λέγεται τίποτε άλλο από «Ο Σϋζυγος (και όχι ο εραστής!) της Κομμώτριας», έτσι απλά και όμορφα, όπως απλή και όμορφη είναι και η ιστορία που διηγείται. Δέκατη ταινία του Λεκόντ, το «Εραστής της Κομμώτριας» είναι ένα μικρό διαμάντι υπεράνω πάσης φλυαρίας και παραπομπών.
Τι πιο συνηθισμένο για ένα αγόρι στα πρόθυρα της εφηβείας να νιώθει να ξυπνούν πο πρώτοι του πόθοι μπροστά σε μια μακρινή ξαδέλφη ή στη θέα μιας πληθωρικής φίλης της μαμάς που ήρθε επίσκεψη για καφέ. Όμως όχι. Ο Αντουάν ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα της πιο τρυφερής ηλικίας μέσα στο κουρείο της γειτονιάς του, παρακολουθώντας την εύσωμη κομμώτρια να του κόβει με τόση φροντίδα και προσοχή τα μαλλιά, και να γίνεται ένα σεξουαλικό φάντασμα, που έμελλε να τον στοιχειώνει σ' όλη του τη ζωή. Μέχρι που συνάντησε την Ματίλντ. Η Ματίλντ ήταν μόνη όταν εκείνος μπήκε στο κομμωτήριο. Του έκοψε τα λιγοστά μαλλιά, και εκείνος λάτρεψε τις χειρονομίες της, τη μυρωδιά της, το χαμόγελό της. Παραλυμένος από συναισθήματα, της πρότεινε γάμο. Τρεις εβδομάδες μετά, όταν ξαναπήγε, εκείνη δέχτηκε και παντρεύτηκαν. Ποτέ το ζευγάρι δε θα βγει από το μαγαζί, γιατί μέσα σ' αυτό υπάρχει οτιδήποτε εκφράζει τη ζωή του.
Ο έρωτας τους είναι ένας έρωτας φανταστικός, σχεδόν σουρεαλιστικός, που ξεπερνά την απλή παρατηρητικότητα του περίγυρου και γίνεται ένα με τις προσωπικές εμμονές του Λεκόντ. Ο Λεκόντ μεταμορφώνεται σε κάμερα και αυτή με την σειρά της πότε στον Αντουάν, που παρατηρεί, μυρίζει, ακούει, νιώθει τη Ματίλντ και πότε στη Ματίλντ, το αναπόσπαστο έτερο ήμισυ, για να εκφραστεί, να ολοκληρωθεί το ακόλουθο αμοιβαίο πάθος. Και στις δύο περιπτώσεις, κατ' επέκταση, η κάμερα γίνεται ο θεατής. Είναι ένας έρωτας απλός, επειδή απλά και μόνο πηγάζει από τις αισθήσεις - σας διαβεβαιώ ότι όταν παρακολουθούσα την ταινία βρίσκονταν σε εγρήγορση και οι πέντε μου αισθήσεις - και παράλληλα ένας έρωτας εξωπραγματικός, απόκοσμος, γιατί ποτέ δεν σκεπάζεται από σύννεφα, ποτέ δεν φθείρεται, ποτέ δεν καταστρέφεται. Αντίθετα, με το πέρασμα του χρόνου, ο πόθος μεγαλώνει, το πάθος κορυφώνεται και ξεπερνά κάθε συμβατικό, εξωτερικό παράγοντα.
Πολλά, όμως, τα λόγια μας για μια ταινία όπου οι διάλογοι είναι μετρημένοι, όπου οι ουσιώδεις λέξεις είναι τα βλέμματα και οι εκφράσεις. Όπως και να'ναι, «Ο Εραστής της Κομμώτριας» είναι ένας έρωτας-όνειρο, όπως ονειρεύεται κάθε άνθρωπος, όπως έχει δικαίωμα να ονειρεύεται κάθε σκηνοθέτης, όπως ΠΡΕΠΕΙ να ονειρεύεται το σινεμά.
Έχει περάσει πάνω από χρόνος από τότε που είδα την ταινία κι όμως η κομμώτρια, ο εραστής της και η ιστορία τους εξακολουθούν να με στοιχειώνουν.