Με την «Αγριότητα» ο Όλιβερ Στόουν αφήνει προσωρινά στην άκρη μια βαρυφορτωμένη ιδεολογικά και δημαγωγική μέχρι το κόκκαλο φιλμογραφία και επιστρέφει σε ένα σινεμά της απλής αφήγησης, των b movie ευαισθησιών, της απενοχοποιημένης βιαιότητας και του επιθετικού αμοραλισμού μέσα από το οποίο ξεπήδησαν στο παρελθόν ταινίες όπως η «Τυφλή Στροφή» και το «Γεννημένοι Δολοφόνοι».
Βασισμένος σε βιβλίο του συν-σεναριογράφου Ντον Γουίνσλοου, ο 66χρονος σκηνοθέτης διηγείται στο καινούργιο φιλμ του την ιστορία δυο νεαρών, ελκυστικών και αναψοκοκκινισμένων από τον καλιφορνέζικο ήλιο εμπόρων ναρκωτικών οι οποίοι αναγκάζονται να διακόψουν απότομα την προσοδοφόρα επιχείρησή τους και το ερωτικό τρίγωνο που διατηρούν με μια ελαφρόμυαλη ξανθιά, όταν μέλη ενός αδίστακτου μεξικανικού καρτέλ απάγουν την φιλενάδα τους και τους εκβιάζουν.
Όπως συνηθίζει σε όλες ανεξαιρέτως τις ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Στόουν ξεδιπλώνει τα πάντα στην οθόνη μέσα από ένα αμετροεπές και ντελιριακό οπτικό ύφος, το οποίο με τα χρόνια έγινε σήμα κατατεθέν της δουλειάς του. Εδώ το παροξυσμικό στιλ του ανοίγει δρόμο μέσα από σκηνές αποκρουστικής βίας, φιγούρες κακού που μοιάζουν βγαλμένες από κάποιο σαδιστικό καρτούν, εκμοντερνισμένες αναφορές στο γουέστερν και φαρσικά στοιχεία που ελάχιστα ταιριάζουν με ένα φιλμ το οποίο παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά.
Ο Στόουν και οι σεναριογράφοι του σκιαγραφούν χαρακτήρες με την λεπτότητα ενός χούλιγκαν, αδυνατούν όμως να κάνουν ενδιαφέροντες τους τρεις βασικούς ήρωες της δράσης. Πίσω από τα όμορφα ηλιοκαμμένα πρόσωπα και τα καλογυμνασμένα κορμιά, οι νεαροί πρωταγωνιστές περιφέρονται στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ σαν άδεια δοχεία, ενώ γύρω τους εκτυλίσσεται μια φτηνιάρικη πλοκή που συχνά φλερτάρει με την ανοησία και μια επιδειξιομανής σκηνοθεσία η οποία δεν αφήνει καμιά απόπειρα εντυπωσιασμού ανεκμετάλλευτη.
Κάνοντας κύκλους γύρω από μια ευρύτερη κριτική πάνω στον αθέατο μεξικανικό πόλεμο ναρκωτικών, που κάθε χρόνο θρηνεί εξωφρενικά μεγάλο αριθμό θυμάτων και ο οποίος περνά τακτικά και με περισσότερους του ενός τρόπου τα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών, η «Αγριότητα» προφασίζεται φιλοδοξίες και περιεχόμενο, την ίδια ώρα που αυτό το οποίο παραδίδει είναι μια αιματοβαμμένη σαπουνόπερα.