Για να θυμόμαστε μερικές φορές ότι αμερικανικό σινεμά δεν είναι πια μόνο χολιγουντιανές κονσέρβες όπως το «Avengers» και ατέλειωτες παρελάσεις υπερηρώων που μοιάζουν πλέον επικίνδυνα μεταξύ τους, υπάρχουν και ταινίες όπως το «Rampart» για να εκπροσωπούν περήφανα το άλλο άκρο. Βόλτα στη σκοτεινή πλευρά με ξεναγό ένα διεφθαρμένο αστυνομικό σε μια αδιάκοπη πορεία προς την άβυσσο, η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Όρεν Μόβερμαν, δύο χρόνια μετά το πολύ ενδιαφέρον «The Messenger», βαδίζει περιοχές που ελάχιστοι θεατές θα ήθελαν να περπατήσουν χωρίς την ασφάλεια που τους παρέχει το γεγονός ότι παρακολουθούν απλά μια ταινία και τοποθετεί το κοινό σε απόσταση αναπνοής από έναν ειδεχθή χαρακτήρα, ο οποίος περιφέρει τους προσωπικούς του δαίμονες σε μια μητροπολιτική πραγματικότητα των τελών του ’90.
Στηριγμένο σε σενάριο το οποίο συν-υπογράφει ο περίφημος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Τζέιμς Ελρόι («Η Μαύρη Ντάλια»), το φιλμ δεν είναι παράξενο που περιέχει αξιομνημόνευτα διαλογικά μέρη, κατοικεί σε έναν σκληρό, τυπικά ανδροκρατούμενο κόσμο και εξερευνά τον αρσενικό ψυχισμό μέσα από μερικές ιδιαίτερα ακραίες εκδηλώσεις του. Ο Μόβερμαν συνοδεύει επιπλέον την ηθική και υπαρξιακή κατάδυση του ήρωά του με μια ασυνήθιστη σκηνοθετική αντίληψη η οποία παγιδεύει τα πρόσωπα σε ασφυκτικά κοντινά πλάνα, διαλέγει έντονους και σχεδόν εξωπραγματικούς χρωματισμούς στην φωτογραφία, κινηματογραφεί από ασυνήθιστες γωνίες λήψης και συνοδεύει την ελλειπτική αφήγηση με μια προοδευτικά όλο και πιο παραισθησιογόνο οπτική που γίνεται προέκταση και εξωτερίκευση της ψυχολογικής αστάθειας του πρωταγωνιστή.
Η ταινία του Όρεν Μόβερμαν δεν θα ήταν, ωστόσο, εξίσου επιτυχής αν ο κεντρικός ρόλος δεν κατέληγε στα χέρια του Γούντι Χάρελσον. Στον ρόλο ενός άντρα βίαιου, μισανθρωπικού, αυτοκαταστροφικού και αδύναμου να ελέγξει την αντίξοη φύση του, οηθοποιός παραδίδει μια από τις δυο-τρεις καλύτερες ερμηνείες του 2011, επιβάλλει σε κάθε πλάνο μια παρουσία στιβαρή όσο και διαρκώς ανησυχητική και περνά μέσα από τις ατσαλένιες εκφράσεις του προσώπου και την κινησιολογία του ένα ολόκληρο σύμπαν μίσους, ναυτίας και κινδύνου-από αυτά που σπάνια επιλέγει να αντικρίσει πλέον ο αμερικανικός κινηματογράφος.
Λουκάς Κατσίκας