Μπόλικος χαβαλές και μια καν’το-μόνος-σου φιλοσοφία στην πρώτη ελληνική ταινία με κατάδικό μας υπερήρωα. Αδικαιολόγητα μεγάλη η διάρκεια και αναμενόμενα περιορισμένες οι ερμηνείες, αλλά και μερικές εμπνευσμένες στιγμές.
Έχοντας κάνει ένα θριαμβευτικό ντεμπούτο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο “Σούπερ Δημήτριος” κατεβαίνει και στην Αθήνα προσδοκώντας να συσπειρώσει με την ίδια ευκολία το αντίστοιχο αθηναϊκό σινεφίλ κοινό - έχει άλλωστε στις αποσκευές του το βραβείο κοινού του εν λόγω φεστιβάλ που δείχνει ότι το πείραμα έχει τουλάχιστον πετύχει το στόχο του.
Είναι προφανές ότι οι συντελεστές γνωρίζουν καλά και αγαπούν όλες τις σχετικές με υπερήρωες ταινίες και η πραγματική απόλαυση είναι στις λεπτομέρειες της ιστορίας, των κοστουμιών, των χαρακτήρων, των διαλόγων (“βασικά, ΠΑΟΚ”). Η κεντρική ιστορία βασίζεται σε ένα έξυπνα και σατιρικά δοσμένο ελληνικό χρώμα για να παρωδήσει ανάλογες ιστορίες, και πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό χάρη στα αναπάντεχα αξιοπρεπή (δεδομένου του μεγέθους της παραγωγής πάντα) οπτικά εφέ, κάποιες πετυχημένες υποκριτικές στιγμές και μερικές πραγματικά ιδιοφυείς ιδέες (βλ. τις ξεκαρδιστικές διαφημίσεις που διακόπτουν για λίγο την ιστορία).
Τέτοιες αυθόρμητες πινελιές αποζημιώνουν για τις αναπόφευκτες ατέλειες: αναμενόμενα ο γενικός χαβαλές και οι καλές ιδέες δεν μπορούν να συντηρήσουν την μάλλον φλύαρη ιστορία σε όλη της τη διάρκεια και οι ερμηνείες είναι (επίσης αναμενόμενα) περιορισμένες - 30 λεπτά συντομότερη πάντως, η ταινία θα μπορούσε να φτάσει στα ύψη της “Επίθεσης του Γιγαντιαίου Μουσακά” και άλλων πλέον κλασικών καλτ δημιουργιών.
Χριστίνα Λιάπη