Ο κατ' εξακολούθηση προβοκάτορας Μπερτράν Μπονελό ("The Pornographer") επιστρέφει με ένα θέμα τόσο ζουμερό όσο η ζωή σε ένα πορνείο αλλά καταφέρνει να μετατοπίσει το κέντρο βάρος του φιλμ από την ηδονοβλεπτική περιέργεια στο νοσταλγικό τέλος μιας εποχής. Ο οίκος ανοχής του τίτλου επιβιώνει μετά βίας στην Μπελ Επόκ του Παρισιού, μαρτυρώντας την μετάβαση από τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα στην βιομηχανική πραγματικότητα του 20ού και επιβεβαιώνοντας το κλισέ που θέλει κάθε μικρόκοσμο να αντανακλά την κοινωνία στα πλαίσια της οποίας αναπτύσσεται.
Γεμάτη σινεφίλ αναφορές στο στυλ μεγάλων auteurs όπως ο Βισκόντι, ο Οφίλς ή ο Χοκς, η ταινία φιλοδοξεί να παραδώσει κάτι ανώτερο από το ημερολόγιο μιας εποχής - και τα καταφέρνει: το άρωμα της παρακμής, η μελαγχολία της στροφής του αιώνα και το ντελικάτο αίσθημα της "ανοχής" ποτίζουν την ατμόσφαιρα της ταινίας και προσδίδουν στον θεατή περισσότερο την ιδιότητα του επισκέπτη παρά εκείνη του παρατηρητή. Για του λόγου το αληθές, η πιο συγκλονιστική στιγμή του φιλμ, περιλαμβάνει την απόκοσμη χρονική ανάμειξη του τώρα και του τότε, υπό τους ήχους του "Nights in White Satin" και απαιτεί την πλήρη εγρήγορση του αποδέκτη.
Όσοι αποδεχθούν τους ιδιότροπους ρυθμούς και τα σκηνοθετικά τερτίπια αυτού του "Οίκου Ανοχής" είναι αδύνατον να μην παρασυρθούν από τη μελαγχολική του γοητεία.
Φαίδρα Βόκαλη