Η εξαιρετική και ακριβής Μέριλ Στιπ- απολύτως αυτοελεγχόμενη σε όλες τις λεπτομέρειες της ερμηνείας της- βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε μια μέτρια και πλαδαρή ταινία, η οποία αποφεύγει τις πολιτικές θέσεις και μας παραδίδει μια αδύναμη καρικατούρα της Μάρκαρετ Θάτσερ.
Αποτραβηγμένη από τα κοινά και με σοβαρό πρόβλημα υγείας, η πρώην πανίσχυρη πρωθυπουργός αναπολεί τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της. Η γνωριμία με τον σύζυγό της και η μακρόχρονη σχέση τους, οι μεγάλες νίκες και ο πόλεμος των Φώκλαντ περνούν ως φλας μπακ, η ουσία της πολιτικής της όμως απουσιάζει, εμφανίζεται στην επιφάνεια ή ακόμη και διαστρεβλώνεται.
Πώς είναι όμως ποτέ δυνατόν να επιχειρήσεις την βιογραφία μιας πολιτικής προσωπικότητας αφήνοντας έξω την πολιτική; Πώς είναι δυνατόν να προσποιείσαι ότι η πιο διάσημη γυναίκα πολιτικός του 20ου αιώνα, δεν είναι παρά μια μη-πολιτική κινηματογραφική φιγούρα; Πώς μπορείς (όπως πολύ σωστά έγραψε η Guardian) «να μιλήσεις για την Θάτσερ, αδιαφορώντας για τον θατσερισμό»;
Η απάντηση σε όλα αυτά βρίσκεται ίσως στην Φιλίντα Λόιντ. Η επιτυχημένη (αλλά όχι ξεχωριστή) αυτή θεατρική σκηνοθέτης, που συνέβαλε στον εμπορικό θρίαμβο του θεατρικού- και αργότερα και του κινηματογραφικού- «Mamma Mia», δεν είχε την κατάλληλη κινηματογραφική πείρα για ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. Παίρνοντας λοιπόν το σενάριο της Άμπι Μόργκαν (έχει γράψει και το «Shame» που θα βγει στις 9 Φεβρουαρίου) δεν ήξερε από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει. Όχι πως το σενάριο είναι κανένα αριστούργημα βέβαια, διότι από εκεί ξεκινούν τα βασικά προβλήματα της ταινίας.
Έτσι η Μέριλ Στριπ ανέλαβε να λύσει το διπλό αυτό - σεναριακό και σκηνοθετικό - πρόβλημα, γλιστρώντας κάτω από το δέρμα της Αγγλίδας πρωθυπουργού και σχηματοποιώντας την με τρόπο εντυπωσιακό. Πόσο καλή όμως μπορεί να είναι η ερμηνεία που βασίζεται σε ένα ατελή και προβληματικό κινηματογραφικό χαρακτήρα;
Είχα την ευκαιρία, πριν από μερικές εβδομάδες (με αφορμή το « Επτά Μέρες με τη Μέριλιν») να περιγράψω τα εγγενή προβλήματα που έχουν οι κινηματογραφικές βιογραφίες διάσημων προσώπων, εδώ όμως τα πράγματα είναι χειρότερα, αφού η ίδια η Θάτσερ ουσιαστικά απουσιάζει από την ταινία. Στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν και τους εργατικούς (που πιστεύουν ότι η Θάτσερ κατέστρεψε το σύγχρονο κοινωνικό κράτος) και τους συντηρητικούς (που φυσικά λατρεύουν την αποφασιστικότητα και πυγμή της) η σκηνοθέτης και η σεναριογράφος εξόργισαν και τους δύο.
Αντί δηλαδή να πάρουν μια ξεκάθαρη πολιτική θέση, φορτώνουν την ταινία τους με ανούσιες οικογενειακές λεπτομέρειες, επιδερμικές ιστορικές αναφορές και φευγαλέες αληθινές εικόνες της εποχής, οι οποίες εν τέλει κονιορτοποιούν την ίδια υπόσταση της Σιδηράς Κυρίας.
Το Όσκαρ που, κατά τα φαινόμενα, θα πάρει η Μέριλ Στριπ, στιγματίζεται ήδη από ένα κακογραμμένο και άτολμο κινηματογραφικό χαρακτήρα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης