Ο Μπίλι Έλιοτ μεγάλωσε για τα καλά

10.11.2011
Για κάποιον που αποφεύγει τις χολιγουντιανές γλυκερές ταινίες, μοιάζει ειρωνικό ότι ο Τζέιμι Μπελ έχει να μιλά για μια τόσο αναπάντεχη, feelgood πορεία στον χώρο του κινηματογράφου που προσφέρει άκρως κατάλληλο υλικό για μια από αυτές τις ταινίες.

Για κάποιον που αποφεύγει τις χολιγουντιανές γλυκερές ταινίες, μοιάζει ειρωνικό ότι ο Τζέιμι Μπελ έχει να μιλά για μια τόσο αναπάντεχη, feelgood πορεία στον χώρο του κινηματογράφου που προσφέρει άκρως κατάλληλο υλικό για μια από αυτές τις ταινίες.

Παιδί μονογονεϊκής, όχι και τόσο ευκατάστατης οικογένειας (δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα και δεν θέλει πλέον, όπως δηλώνει), μεγαλώνει σε μια μάλλον ασήμαντη πόλη του αγγλικού βορρά και βρίσκει διέξοδο στο χορό, κάτι που δίνει αφορμή για ατελείωτη καζούρα από τους συμμαθητές του. Τι καλύτερο λοιπόν από το να κάνει το ντεμπούτο του σε ρόλο ενός παιδιού μονογονεϊκής, όχι και τόσο ευκατάστατης οικογένειας που μεγαλώνει σε μια αγγλική πόλη του βορρά και βρίσκει διέξοδο στο χορό, κίνηση που κρύβει από την ίδια του την οικογένεια; Η πετυχημένη καμπάνια του να υποδυθεί τον Μπίλι Έλιοτ στην ομότιτλη ταινία δεν του εξασφάλισε απλά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πιο πετυχημένη βρετανική ταινία του 2000 – του άλλαξε κυριολεκτικά την ζωή.

Δεδομένου του φοβερού θορύβου που υπήρχε γύρω του όταν ο «Μπίλι Έλιοτ» βγήκε και ο Μπελ προσγειώθηκε ξαφνικά στο κέντρο του ενδιαφέροντος, ποιος το περίμενε ότι ο μικρός Μπίλι θα μεγάλωνε σε έναν από τους μυαλωμένους και ενδιαφέροντες νεαρούς ηθοποιούς σήμερα; Αθόρυβα έχει χτίσει ένα αξιοπρεπέστατο βιογραφικό, επιμένοντας στην τακτική των πρωταγωνιστικών ρόλων σε μικρές ταινίες και των δεύτερων αλλά χαρακτηριστικών εμφανίσεων σε μεγαλύτερα πρότζεκτ, στα οποία τον τραβούν οι συντελεστές.

Έτσι, έχει μεγαλώσει στο πανί με ρόλους σε ταινίες όπως το δυνατό «Undertow» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν (πριν αυτός στραφεί στις μέτριες ανωριμοκωμωδίες, φυσικά), το υποτιμημένο «Dear Wendy» του Τόμας Βίντερμπεργκ και το ιδιαίτερο «Hallam Foe» του Ντέιβιντ ΜακΚένζι, η ωριμότερη ίσως στιγμή του. Επιλέγοντας, όμως, και βάσει συντελεστών, έχει βρεθεί να δουλεύει σε δεύτερους ρόλους μεν αλλά με θρυλικούς σκηνοθέτες δε: Κλιντ Ίστγουντ («Οι σημαίες των προγόνων μας») και τον Πίτερ Τζάκσον («Κινγκ Κονγκ») ή τον πολλά υποσχόμενο, ανερχόμενο Κάρι Φουκουνάγκα («Τζέιν Έιρ»), για τον οποίο δημούργησε έναν Τζον Ρίβερς που είναι άξιο αντίπαλο δέος για τον αδιαμφισβήτητα σταρ της ιστορίας, τον Ρότσεστερ του Μάικλ Φασμπέντερ. Ο πρώτος ρόλος που συνδυάζει και πρωταγωνιστικό ρόλο και στάτους μπλοκμπάστερ είναι αυτός του Τεντέν στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ - και πάλι όμως «κρύβεται» πίσω από το motion capture και διατηρεί την (σχετική πάντα) ανωνυμία που τον βοηθά να κινείται άνετα ανάμεσα σε ρόλους, χωρίς τα πολλά φλας που όσο να'ναι αποσπούν την προσοχή.

Πιστός στην στενομυαλιά που συχνά τον χαρακτηρίζει, ο κινηματογραφικός χώρος δείχνει να μην μπορεί να ξεχάσει τον μικρό Μπίλι και του προσφέρει ρόλους παιδιών χωρίς γονείς, παιδιών που μεγαλώνουν γρήγορα, παιδιών που ζουν κάπως στο περιθώριο. Ή μήπως ο ίδιος ο Μπελ ελκύεται από αυτούς; Η μακροπρόθεσμη καριέρα του θα δείξει το αν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από αυτούς τους περιορισμούς και να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίνει η μέχρι τώρα καριέρα του – παρόλο που ό,τι και να κάνει, ο Μπίλι μάλλον θα παραμείνει ο ρόλος που τον σουμάρει καλύτερα από όλους.

Χριστίνα Λιάπη