Παρά τον δυσοίωνο αριθμό στον τίτλο, που υπαινίσσεται μια κυνική εκμετάλλευση της αναπάντεχης επιτυχίας της πρώτης "Μεταφυσικής Δραστηριότητας", η δεύτερη συνέχεια της "ταινίας που φρίκαρε τον Στίβεν Σπίλμπεργκ" έρχεται για να τηρήσει την ετήσια παράδοση που πλέον έχει δημιουργήσει το φραντσάιζ, μετά από ένα σίκουελ που έμοιαζε να έχει κλείσει κάπως την ιστορία. Για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, η τρίτη "Μεταφυσική Δραστηριότητα" ταξιδεύει πίσω στην εποχή που άρχισαν όλα για να δείξει ότι κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια.
Οι σκηνοθέτες Χένρι Τζουστ και Άριελ Σούλμαν (του συναρπαστικού "Catfish" που επίσης έπαιζε με τα όρια της πραγματικότητας και μυθοπλασίας) ανταποκρίνονται καλά στην διατήρηση της φόρμας, αν και η κινηματογραφική γλώσσα της σειράς είναι πάνω-κάτω προκαθορισμένη. Η ιστορία ευτυχώς ελάχιστα προδίδει την γρήγορη διαδικασία παραγωγής της και καταφέρνει τους ταπεινούς της σκοπούς κυρίως χάρη στο ακόμα ανεξάντλητο θησαυρό που είναι η απλή αλλά αποτελεσματική κεντρική της ιδέα και η ιδιοφυής της εκτέλεση. Πλάι στα ήδη πολυχρησιμοποιημένα κόλπα της κινηματογράφησης, που σου δίνει άφθονο χρόνο να ερευνήσεις τα στατικά πλάνα για να εντοπίσεις την απειλή, προσθέτει το απλό αλλά ιδιοφυές εύρημα της κάμερας-πάνω-σε-ανεμιστήρα που αφήνει την αγωνία να πολλαπλασιαστεί, όσο ανήμπορος παρακολουθείς μια σκηνή να εκτυλίσσεται, μερικές φορές λίγο πιο μακριά από το βλέμμα σου. Οι υπόλοιπες τρομακτικές στιγμές είναι μάλλον αναμενόμενες αλλά και πάλι ικανοιητικές - ο λόγος άλλωστε που έφτασαν στο στάτους του κλισέ είναι ότι είναι ευρήματα ποτέ δεν θα σταματήσουν να 'ενοχλούν'. Δυστυχώς, η προσπάθεια να προστεθούν λογικές εξηγήσεις στα τεκταινόμενα, που είχε ξεκινήσει ήδη από την δεύτερη ταινία, συνεχίζεται χωρίς να είναι επιτυχημένη ούτε ιδιαίτερα απαραίτητη - η λιτότητα της πρώτης ταινίας στις εξηγήσεις (αυτό που συνέβαινε ήταν παράλογο και γι' αυτό και ακόμα πιο ανεξέλεγκτο) την έκανε ακόμη πιο δυνατή σαν εμπειρία.
Χριστίνα Λιάπη