Η νέα ταινία του Γκας βαν Σαντ δεν συμμερίζεται ιδιαίτερα την ανησυχία του τίτλου της, αφού μάλλον λιμνάζει σε γνώριμα νερά. Η κάμερα ακολουθεί τον «περίεργο» Ίνοκ (Χένρι Χόπερ), ο οποίος - σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε από το υπερ-σπάνιο όνομα - είναι ένα παράξενο παλικαράκι με παλιομοδίτικο ντύσιμο, συναισθηματικά μπαγκάζια και εμμονή με τον θάνατο. Καθώς συχνάζει σε κηδείες για να ικανοποιεί την εν λόγω περιέργειά του, κάποια στιγμή γνωρίζει ετοιμοθάνατη καρκινοπαθή (Μία Γουασικόβσκα), ερωτεύονται κεραυνοβόλα και ζουν με τον ενθουσιασμό της νιότης το αίσθημά τους - το οποίο όμως μοιάζει να έχει προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης.
Αν κάποιος γνωρίζει πώς να διεισδύει με διακριτικότητα στον μυστηριώδη και εσωστρεφή κόσμο των εφήβων, αυτός είναι σίγουρα ο Γκας Βαν Σαντ, και το έχει αποδείξει πολλάκις στο παρελθόν, με τον «Ελέφαντα» και το «Παρανόιντ Παρκ» να αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η προσέγγισή του μοιάζει επιδερμική και οι αντισυμβατικοί χαρακτήρες βγαλμένοι από κάποια κομεντί του Γουες Άντερσον, χωρίς όμως τη ραφιναρισμένη φινέτσα με την οποία τους ενδύει ο τελευταίος.
Προσπαθώντας να συνδυάσει κάτι από «Xάρολντ και Μοντ», «Love Story» και το quirky στοιχείο των σύγχρονων indie ταινιών, καταλήγει με ένα φιλμ το οποίο πατάει τα κατάλληλα κουμπιά για να φέρει τα δάκρυα στα μάτια, είναι όμως τόσο άψογα υπολογισμένο, που σταματάει να είναι αληθινό. Ο Χένρι Χόπερ έχει κάτι από το βλέμα του πατέρα του σε νεαρή ηλικία ενώ η πάντα εξαιρετική Γουασικόβσκα πασχίζει με νύχια και με δόντια να δώσει ζωή σε έναν χάρτινο χαρακτήρα - του οποίου το όνομα ποτέ δεν μαθαίνουμε. Από την άλλη, με τον Ρον Χάουαρντ στην παραγωγή, δε θα έπρεπε να περιμένουμε πολύ περισσότερα.
Φαίδρα Βόκαλη