Στην πρόσφατη μόδα των ατελείωτων τουρκικών σίριαλ που μαστίζουν τη μικρή οθόνη, έρχεται τώρα να προστεθεί και ένα blockbuster από τη γείτονα χώρα που, φορώντας τον φερετζέ της αμερικανο-τουρκικής συμπαραγωγής, απειλεί να εισβάλλει στις κινηματογραφικές αίθουσες. Με άλλοθι την μετά την 11/9 αντιτρομοκρατική υστερία, ο Μαχσούν Κιρμιζιγκιούλ ανακατεύει άχαρα και ανέμπνευστα προσωπικές βεντέτες, διηπειρωτικά γυρίσματα και θρησκευτικές κορώνες σε ένα απλοϊκό σενάριο με τραγικά μονοδιάστατους χαρακτήρες.
Κι ενώ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για μια πιο αντικειμενική απεικόνιση των φονταμενταλιστικών συμπεριφορών με περιτύλιγμα κοσμοπολίτικης περιπέτειας, ο Κιρμιζιγκιούλ αποδεικνύεται πιο δέσμιος των κλισέ κι από τους -υποτίθεται- ανιστόρητους, «κακούς» Αμερικάνους. Αρκείται λοιπόν στο να αναπαράγει εξαντλητικά κάθε κινηματογραφικό τερτίπι που έχει ξεσηκώσει από αντίστοιχες αμερικάνικες περιπέτειες του σωρού: από τα αναίτια slow motion, το ξέφρενο μοντάζ και τα σαρωτικά επικά πλάνα μέχρι τις γελοίες σκηνές καταδίωξης και τις άθλιες, υπερβολικές ερμηνείες. Εντύπωση προκαλεί η συμμετοχή αναγνωρίσιμων Αμερικανών ηθοποιών (Γκλόβερ, Γκέρσον, Πάτρικ), αν και δεδομένης της διεκπεραιωτικής παρουσίας τους, μάλλον θα ήταν πιο σώφρον για τον Κιρμιζιγκιούλ να επενδύσει τα χρήματα της αμοιβής τους στα φτηνιάρικα εφέ της δεκάρας, που τελικά καταβαραθρώνουν την ταινία ακόμα και στο τερέν της ανεγκέφαλης περιπέτειας. Όσο για το ηθικοπλαστικό φινάλε περί αδελφοσύνης των λαών, αυτός αποτελεί το κερασάκι στη ληγμένη τούρτα του φιλόδοξου «δημιουργού».
Σίγουρα πάντως δεν είναι προς τιμήν του σκηνοθέτη το γεγονός ότι επένδυσε όλα τα έσοδα από τις προηγούμενες ταινίες του σε αυτό το ανεκδιήγητο, λαϊκίστικο θέαμα που υποτίθεται ότι δούλευε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Νίκος Φώσκολος θα το ξεπετούσε σε μία μέρα (και μη σου πω ότι θα ήταν και καλύτερο!) και τουλάχιστον δεν θα κρατούσε για τον εαυτό του και έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Θανάσης Πατσαβός