Καλοσυνάτος, μονίμως πρόσχαρος και απόλυτα συμπαθής: ο Τομ Χανκς δεν χρειάστηκε να κοπιάσει αρκετά για να υποδυθεί τον Λάρι Κράουν, κάτι σαν alter ego του πιο συμπαθή χολιγουντιανού σταρ. Είναι κρίμα, λοιπόν, που η ταινία που τον περιτριγυρίζει δεν είναι αντάξια του ταλέντου του ως ηθοποιού αλλά και ως σκηνοθέτη.
Με μια αρκετά έξυπνη ιδέα στο κέντρο της ιστορίας και τόσους προικισμένους ερμηνευτές να την πλαισιώνουν, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς το σενάριο μπορεί να βγήκε τόσο αδύναμο, επίπεδο και παντελώς αδιάφορο. Προτιμώντας την κατεύθυνση της ευχάριστα γλυκανάλατης, παρά της πραγματικά πνευματώδους, κομεντί, οι καταστάσεις είναι φίσκα στην απιθανότητα, φέρνοντας κοντά χαρακτήρες με ευρήματα ανεδαφικά, με αποκορύφωμα την παρανοϊκά αφελή ιστορία με την συμμορία σκούτερ και την μέντορα του Λάρι, Ταλία.
Αυτό θα ήταν κάτι που θα συγχωρούνταν πιο εύκολα αν ο Χανκς και η Νία Βαρντάλος (ναι, η ίδια Βαρντάλος τού «Γάμος αλά ελληνικά») είχαν φροντίσει να γεμίσουν τους διαλόγους με άφθονες πνευματώδεις ατάκες. Αντίθετα, οι «κωμικές» σκηνές είναι άνευρες, η σπιρτάδα απουσιάζει πλήρως και η ιστορία περιφέρεται άσκοπα από την μια υποπλοκή στην άλλη – υπάρχουν αρκετοί δεύτεροι χαρακτήρες, άλλωστε, για να γεμίσουν δυο και τρεις ταινίες.
Ο Χανκς θα είναι πάντοτε μια καλοδεχούμενη παρουσία και θα κάνει πάντα τους ήρωές του αγαπητούς, ενώ κάνει ένα συμπαθητικό (αν και όχι ακριβώς με ερωτική χημεία) δίδυμο με την Τζούλια Ρόμπερτς, που είναι αξιοπρεπής σε ένα ρόλο πιο λεπτομερή και ενδιαφέροντα από τον ίδιο τον Λάρι Κράουν. Χρειάζονται, όμως, πολύ περισσότερα για να στηρίξεις μια ολόκληρη ταινία από την καλή διάθεση και τις καλές προθέσεις – η συγκεκριμένη είναι ένα συμπαθητικό, ανώδυνο και κάπως φλατ μίγμα που ξεχνάς στο δευτερόλεπτο.
Χριστίνα Λιάπη