Αν πιστέψουμε τον Μπεργκσόν, που μας εξηγεί ότι το γέλιο προκύπτει από την παρέμβαση του «μηχανικού πάνω στο ανθρώπινο», τότε το σινεμά του Μπάστερ Κίτον μοιάζει ως ο πιο αποτελεσματικός ορισμός της κωμωδίας. Ίσως όχι και ο πιο αναμενόμενος, ωστόσο, αφού ο κωμικός με το παγωμένο πρόσωπο μπορούσε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να μεταμορφώνεται σε άψυχο αντικείμενο ή να εκπέμπει μια βαθιά, υπόκωφη θλίψη, αφήνοντας στον θεατή μια αίσθηση μετεωρισμού.
Στην περίπτωση του «Στρατηγού», θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι δύο ακραίες εκδοχές των μεταμορφώσεων του Κίτον αντιπροσωπεύονται από τις δύο μεγάλες αγάπες του ήρωα που υποδύεται: μια λοκομοτίβα με το όνομα «Στρατηγός» και την όμορφη Άναμπελ Λι, που βρίσκονται σε ταυτόχρονο κίνδυνο εν μέσω του Αμερικανικού Εμφυλίου.
Έχοντας τη πολυτέλεια να αναπαραστήσει την εποχή με έναν από τους μεγαλύτερους προϋπολογισμούς στη ιστορία του βωβού σινεμά, ο Κίτον εφευρίσκει τα πιο ακραία ευρήματα για να οδηγήσει το κυνηγητό της ταινίας στο χάος, και την ίδια στιγμή να το οργανώσει μέχρι την παραμικρή ίντσα του κάθε κάδρου, σε ένα δωρεάν μάθημα μοντάζ και κινηματογραφικής γεωμετρίας.
Στην καρδιά μιας σύνθεσης τόσο έντονης που «ακούγεται» άνετα χωρίς επιπρόσθετη μουσική (η χαμένη κληρονομιά του βωβού;), το σώμα του Κίτον μετασχηματίζεται σε εξάρτημα της μηχανής, άνθρωπο- κανόνι που δεν έχει ανάγκη από κασκαντέρ ή απλώς ερωτευμένο άντρα που τρέχει και δε φτάνει. Πάντα υποταγμένος στη «μαθηματική» φόρμα του, πάντα αδιάφορος για το αν θα προκαλέσει γέλιο- και γι' αυτό εξόχως αστείος.