Τη στιγμή που ο Ζακ Τατί αποφάσιζε να χαρίσει λίγο ακόμα «Playtime» στον κύριο Ιλό, το αγαπημένο του alter ego με το οποίο είχαν προκαλέσει λίγες αλλά εκλεκτές κινηματογραφικές συμφωνίες του χάους, σχεδόν κανένας δεν ήθελε πια να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του ψηλόλιγνου Γάλλου κωμικού με την καμπαρντίνα και το καπέλο.
Λίγη σημασία έχει, αφού ο Ιλό ποτέ δεν είπε ψέματα στον εαυτό του: ήταν πάντα μόνος, διασχίζοντας μονίμως ένα νηφάλιο σύμπαν και πυροδοτώντας απρόβλεπτες αλυσιδωτές αντιδράσεις ως μέγιστη ένδειξη αγάπης. Στην κρίσιμη καμπή της πιο μεγάλης μοναξιάς, ο Τατί είχε ανάγκη από μια ψευδαίσθηση συντροφικότητας. Γι' αυτό και θα επινοούσε μια υπέροχη παρτενέρ για το τελευταίο ταγκό του Ιλό, καθώς εκείνος οδεύει προς το «Σαλόνι του Αυτοκινήτου» στο Άμστερνταμ για να παρουσιάσει το νέο μοντέλο της φίρμας Altra Motors.
Καθώς το κομβόι της εταιρείας διασχίζει τους ατέλειωτους αυτοκινητόδρομους, ο Τατί βρίσκει ιδανική ευκαιρία να εφαρμόσει την προσφιλή του πρακτική του ντόμινο, έστω και σε πιο συμβατικά αφηγηματικά πλαίσια: ο homo mechanicus, μόνιμος στόχος του Γάλλου σκηνοθέτη, πνίγεται μέσα στη χορογραφία των αυτοκινήτων, και αυτά με τη σειρά τους πνίγονται σε μια σειρά από παραλλαγές πάνω στο μοτίβο «μποτιλιάρισμα» και «καραμπόλα». Τελικά, άνθρωποι και μηχανές θα αρχίσουν να δανείζονται ο ένας τις συνήθειες του άλλου, και το χαρμάνι των γλωσσών να μπλέκεται ανεπαίσθητα με το μούγκρισμα των αυτοκινήτων.
Στη μέση αυτής της πανέμορφης αλλά και γελοίας μετάλλαξης, ο Τατί/ Ιλό παρακολουθεί τον κόσμο να αλλάζει ταχύτητες, να συνωστίζεται γύρω του, να τον υπερβαίνει. Και επειδή δεν είναι στη φύση του να βγάζει μονολόγους, θα αποφασίσει να ανοίξει με νόημα την ομπρέλα του.