Μέχρι πριν μερικά χρόνια, το όνομα του Πίτερ Γουάτκινς ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί ακόμα και στα πιο αξιόπιστα κινηματογραφικά αλμανάκ. «Η περιθωριοποίηση του Πίτερ Γουάτκινς αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αίσχη της σύγχρονης κριτικής», ανέφερε στο έργο του για τον μεγάλο δημιουργό ο κριτικός Σκοτ ΜακΝτόναλντ. Η κατά μέτωπο σύγκρουση του Γουάτκινς με τα μεγάλα στούντιο, την κυρίαρχη αισθητική, τα δαιμόνια που εισήγαγε σε ταραγμένες εποχές, η επιμονή του για μια διαλεκτική, δημιουργική κι αντικομφορμιστική αντιμετώπιση της Ιστορίας, τον οδήγησαν στην πλήρη περιθωριοποίηση με το έργο του να μένει δυσεύρετο «στα κουτιά». Χρειάστηκαν κάποια μεγάλα αφιερώματα της σινεματέκ του Οντάριο, του Φεστιβάλ της Λαροσέλ, και επίμονες προσπάθειες θεωρητικών όπως ο Τζον Τζιανβίτο, ο Τζόζεφ Γκόμεζ και ο Σκοτ ΜακΝτόναλντ, έτσι ώστε το ευρύτερο κοινό αλλά και οι επαγγελματίες του χώρου να ανακαλύψουν έναν από τους πιο ανήσυχους και παραγωγικούς δημιουργούς των τελευταίων 40 χρόνων.
Γεννήθηκε στο Σάρεϊ, προάστιο του Λονδίνο το 1935 και σπούδασε υποκριτική στην Βασιλική Ακαδημία. Οι βραβευμένες του ταινίες μικρού μήκους τον οδήγησαν στο BBC μαζί με τον Τζον Σλέσσιντζερ και τον Κεν Ράσελ. Μετά το «Culloden» ένα νεωτερικό ψευδοντοκιμαντέρ για την σφαγή των Χαιλάντερς, γυρίζει το «War Game», ένα φιλμ για τις συνέπειες μιας υποτιθέμενης πυρηνικής επίθεσης στην Αγγλία. Στο 1966, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, το έργο θεωρείται «ηττοπαθές» και η μετάδοσή του απαγορεύεται για τα 20 επόμενα χρόνια. Όμως το War Game βραβεύεται με Όσκαρ και η φήμη του νεαρού Βρετανού απογειώνεται. Παρά την απαγόρευση, ο διευθυντής του BBC παραβρίσκεται στην απονομή των Βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας, αδημονώντας να παραλάβει το αγαλματίδιο. Ο Γουάτκινς (απών από την απονομή), ήδη συζητημένο όνομα στο Χόλυγουντ, έχει ζητήσει από την στενή του φίλη Ελίζαμπεθ Τέιλορ να παραλάβει αντ’ αυτού το βραβείο εξαγριώνοντας ακόμα περισσότερο την διεύθυνση του BBC και η καριέρα του στην Μεγάλη Βρετανία τελειώνει οριστικά.
Στις Η.Π.Α., τα μεγάλα στούντιο έχουν ήδη τσεκάρει το όνομα του εξαιρετικά ταλαντούχου και ξεχωριστού δημιουργού. Η MGM αναλαμβάνει την παραγωγή του νέου του σχεδίου. Το «Privilege», η ιστορία ενός ποπ ειδώλου που χρησιμοποιείται από τα μέσα για την χειραγώγηση του μεγάλου κοινού, σφυροκοπείται ανελέητα από την κριτική και αποσύρεται γρήγορα. Ο Γουάτκινς, το 1971, παρουσιάζει το επόμενο «αμερικάνικο» έργο του. Το «Punishment Park» , παρουσιάζει την εφιαλτική εικόνα μιας πολωμένης Αμερικής στο άμεσο μέλλον, όπου ειδικά στρατοδικεία καταδικάζουν συνοπτικά τους αντιρρησίες σε εγκλεισμό σε «Πάρκα της τιμωρίας». Οι πρώτες προβολές του έργου ξεσηκώνουν θύελλα διαμαρτυριών από τους συντηρητικούς, ο Γουάτκινς κατηγορείται ως «πράκτορας των Σοβιετικών», το φιλμ εξαφανίζεται από τις αίθουσες και ο Γουάτκινς τελειώνει το κεφάλαιο Η.Π.Α.
Τα επόμενα χρόνια, ήδη «χαρακτηρισμένος» από το σύνολο της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, καταφεύγει στη Σκανδιναβία, όπου με μεγάλη δυσκολία και ελάχιστα κεφάλαια γυρίζει το «Edvard Munch» ένα μοναδικό πορτραίτο του μεγάλου εικαστικού, που έμελλε να χαρακτηριστεί η καλύτερη βιογραφία στην Ιστορία του σινεμά, μαζί με το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Παρά τα θερμά λόγια του ίδιου του Μπέργκμαν («το έργο μιας ιδιοφυίας»), το φιλμ περιορίζεται σε κάποιες προβολές στα τοπικά κανάλια. Θα ακολουθήσουν το «Freethinker» (5ωρη βιογραφία του Αυγούστου Στρίντμπεργκ), το «Eveningland» και το «Warriors» (αλληγορικές πολιτικές ταινίες για τις μελλοντικές δυστοπίες).
Ο Γουάτκινς πλέον έχει περιθωριοποιηθεί πλήρως. Αρχίζει ένα 14ωρο ντοκιμαντέρ, το «Journey», ένα οδοιπορικό σε όλο τον κόσμο με μάρτυρες του ειρηνιστικού κινήματος. Τα γυρίσματα ολοκληρώνονται, αλλά το φιλμ παραμένει ακυκλοφόρητο ως σήμερα. Ζει πλέον στη Λιθουανία. Το 2000 επιστρέφει στη Γαλλία και γυρίζει την «Κομμούνα». Το σχεδόν εξάωρο ασπρόμαυρο έργο θα αποτελέσει και το κινηματογραφικό κύκνειο άσμα του. Θα συνεχίσει μέχρι σήμερα την ασυμβίβαστη αντιπαράθεσή του με τα media, ολοκληρώνοντας το δοκίμιο «Media Crisis».